Τουλάχιστον 19 άτομα σκοτώθηκαν την Πέμπτη σε μάχες ανάμεσα σε τσετσένους αντάρτες και άνδρες των υπηρεσιών ασφαλείας στο κέντρο του Γκρόζνι, σε μια σπάνια έκρηξη βίας στην καρδιά της πρωτεύουσας της Τσετσενίας, την οποία κυβερνά με «σιδηρά πυγμή» ο πρόεδρος Ραμζάν Καντίροφ.
Οι συγκρούσεις στοίχισαν τη ζωή σε δέκα στελέχη των δυνάμεων της τάξης, ενώ τραυματίστηκαν άλλα 28, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές, οι οποίες ανακοίνωσαν το τέλος της «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης».
Επιπλέον, εννέα τσετσένοι αντάρτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, όπως δήλωσε ο πρόεδρος Καντίροφ, τον οποίο επικαλέστηκε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Interfax. Ο Καντίροφ δεν διευκρίνισε τον συνολικό αριθμό των ανταρτών οι οποίοι συμμετείχαν στην επίθεση.
Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Αντιμετώπισης της Τρομοκρατίας η επίθεση εξαπολύθηκε σε έναν κυκλικό οδικό κόμβο στο κέντρο του Γκρόζνι, ενώ ακολούθησαν μάχες με τις δυνάμεις επιβολής της τάξης μέσα σε ένα σχολείο και ένα ακίνητο όπου στεγάζονταν τοπικά ΜΜΕ, το οποίο πυρπολήθηκε.
Δεν έχει καταστεί δυνατόν ακόμη να εξακριβωθεί αν οι αντάρτες είχαν στοχοθετήσει τα κτήρια αυτά εκ των προτέρων ή αν απλώς υποχρεώθηκαν να οχυρωθούν εκεί, ούτε εάν στην επίθεση ενεπλάκη μόνο μία ή πολλές οργανώσεις που έδρασαν σε συντονισμό.
Οι δράστες της επίθεσης ανέφεραν ότι ανήκουν στο κυριότερο ισλαμιστικό κίνημα στην Τσετσενία, το Εμιράτο του Καυκάσου, καθώς και ότι δρούσαν υπό τις διαταγές του νέου του ηγέτη, του Αλί Αμπού Μουχάμαντ.
«Πολυάριθμοι μαχητές εισήλθαν στην πόλη», δήλωσε ένας από τους ισλαμιστές, σύμφωνα με τους υπότιτλους σε ένα βίντεο το οποίο αναρτήθηκε στον ιστότοπο kavkazcenter.com, πριν προσθέσει: «θα δώσουμε μάχη μέχρι θανάτου».
Η επίθεση αυτή, μερικές ώρες πριν εκφωνήσει την πολυαναμενόμενη ομιλία του στο κοινοβούλιο της χώρας του ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, σηματοδοτεί μια σημαντική οπισθοχώρηση για τον προστατευόμενό του Ραμζάν Καντίροφ, που κυβερνά την Τσετσενία από το 2007.
Τα επανειλημμένα βίαια επεισόδια των τελευταίων μηνών (σ.σ. πριν από δύο μήνες πέντε αστυνομικοί σκοτώθηκαν στο Γκρόζνι όταν νεαρός καμικάζι πυροδότησε τα εκρηκτικά έξω από συναυλιακό χώρο, ενώ επτά αντάρτες και δύο αστυνομικοί σκοτώθηκαν στη γειτονική επαρχία Νταγκεστάν στις αρχές του Οκτωβρίου σε μάχες) εγείρουν φόβους για έναν νέο κύκλο βίας στην Τσετσενία, μερικές ημέρες πριν από την εικοστή επέτειο από το ξέσπασμα του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας (Δεκέμβριος 1994-Αύγουστος 1996).
Στο τέλος του δεύτερου πολέμου, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Τσετσενία φαινόταν να έχει αποκτήσει ένα επίπεδο ηρεμίας, κυρίως λόγω των εκτεταμένων πληγμάτων που είχε υποστεί το Εμιράτο του Καυκάσου. Το κίνημα αυτό μοιάζει αποδυναμωμένο, ιδίως μετά τον θάνατο τον Μάρτιο του ιδρυτή του και ηγέτη του, του Ντόκου Ουμάροφ.