Ήταν μια από τις εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου. Η φωτογραφία ενός πατέρα να κρατά το χέρι της νεκρής κόρης του, στην καταστροφή που ακολούθησε τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου στην Τουρκία, συγκίνησε ολόκληρο τον κόσμο και προκάλεσε έκρηξη αλληλεγγύης προς αυτόν τον συντετριμμένο άνδρα.
Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά από αυτή τη καταστροφή που σκότωσε περισσότερους από 44.000 ανθρώπους στην Τουρκία, ο Αντέμ Αλτάν, ο φωτογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου που τράβηξε τη φωτογραφία, βρήκε τον Μεσούτ Χαντσέρ.
Αυτός ο βυθισμένος στο πέθνος Τούρκος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της Ερμάκ, 15 ετών, που πέθανε θαμμένη κάτω από τα ερείπια ενός οκταώροφου κτιρίου, έφυγε πρόσφατα από την πόλη του Καχραμάνμαρας, στη νοτιοανατολική Τουρκία, για να εγκατασταθεί στην Άγκυρα.
«Έχασα και τη μητέρα μου, τα αδέρφια μου, τους ανιψιούς μου στον σεισμό. Αλλά το να θάψεις το παιδί σου δεν συγκρίνεται με τίποτα», λέει ο 40χρονος Χαντσέρ. «Είναι ένας απερίγραπτος πόνος».
Σήμερα, η οικογένεια προσπαθεί να ξαναχτίσει μια ζωή μακριά από την Καχραμάνμαρας, την πόλη κοντά στο επίκεντρο του σεισμού των 7,8 Ρίχτερ που κατέστρεψε την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία.
Η φωτογραφία του Μεσούτ Χαντσέρ, αποσβολωμένος, να κάθεται στο κρύο και τη βροχή, ντυμένος με ένα πορτοκαλί μπουφάν και να μην αφήνει το χέρι του νεκρού παιδιού του, έγινε ένα σύμβολο μιας καταστροφής που στοίχισε δεκάδες χιλιάδες ζωές.
Έγινε πρωτοσέλιδο σε πολλές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο, αναπαράχθηκε εκατομμύρια φορές στο διαδίκτυο, η φωτογραφία προκάλεσε κύμα αλληλεγγύης για τον πατέρα και την οικογένειά του.
Ένας επιχειρηματίας από την Άγκυρα τους πρόσφερε κατάλυμα και προσφέρθηκε να προσλάβει τον Χαντσέρ ως διοικητικό υπάλληλο στο ιδιωτικό του τηλεοπτικό κανάλι.
«Σαν ένας άγγελος»
Δώρο από έναν καλλιτέχνη, μια ζωγραφιά που αναπαριστά την Ερμάκ ως έναν άγγελο δίπλα στον πατέρα της, κοσμεί τώρα το οικογενειακό σαλόνι.
«Δεν μπορούσα να αφήσω το χέρι της. Η κόρη μου κοιμόταν σαν άγγελος στο κρεβάτι της», λέει.
Την ώρα του σεισμού, που σημειώθηκε στις 04:17, ο Μεσούτ Χαντσέρ δούλευε στο αρτοποιείο του.
Αμέσως τηλεφώνησε στην οικογένειά του, αναζητώντας νέα. Το μονώροφο σπίτι τους, αν και κατεστραμμένο, ήταν όρθιο και η γυναίκα του και τα τρία ενήλικα παιδιά του ήταν ασφαλή.
Αλλά η οικογένεια δεν μπορούσε να φτάσει στο μικρότερο παιδί, την Ερμάκ, που εκείνο το βράδυ είχε κοιμηθεί στη γιαγιά της. Η έφηβη ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο με τα ξαδέρφια της που ήρθαν για επίσκεψη από την Κωνσταντινούπολη και το Χατάι.
Ανήσυχος, ο Χαντσέρ έτρεξε προς το σπίτι της μητέρας του.
Εκεί, βρήκε το οκταώροφο κτίριο γκρεμισμένο, μεταμορφωμένο σε ένα βουνό από ερείπια από τα οποία αναδύονταν, διάσπαρτα, υπολείμματα καθημερινής ζωής. Και στη μέση των ερειπίων η κόρη του.
Καμία ομάδα διάσωσης δεν θα έφτανε μέχρι την επόμενη μέρα, αφήνοντας τον Χαντσέρ και άλλους κατοίκους μόνους στις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να βρουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα κάτω από τα ερείπια.
Ο Χαντσέρ προσπάθησε να βγάλει το σώμα της Ερμάκ βγάζοντας τσιμεντόλιθους με γυμνά χέρια. Μάταια.
Έτσι έμεινε ακίνητος, ροκανισμένος από απέραντη θλίψη, καθισμένος δίπλα στη νεκρή κόρη του.
«Της κράτησα το χέρι, της χάιδεψα τα μαλλιά, φίλησα τα μάγουλα της», είπε.
Αργότερα, παρατήρησε ότι ένας φωτογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου, ο Αντέμ Αλτάν, έβγαζε φωτογραφίες.
«Τράβα φωτογραφίες του παιδιού μου», ψιθύρισε τότε, με τη φωνή του να σπάει και να τρέμει.