Η Τουρκάλα μυθιστοριογράφος Ασλί Ερντογάν μπόρεσε να ανακτήσει το διαβατήριό της και αναμένεται να μεταβεί προσεχώς στην Ευρώπη, δύο μήνες και πλέον μετά την άρση της απαγόρευσης να ταξιδεύει που της είχαν επιβάλει οι αρχές, δήλωσε ο δικηγόρος της.
Η Ερντογάν είχε αφεθεί ελεύθερη υπό δικαστική επιτήρηση στα τέλη Δεκεμβρίου έπειτα από περισσότερους από τέσσερις μήνες προσωρινής κράτησης με την κατηγορία της συνεργασίας με τη φιλοκουρδική εφημερίδα Ozgur Gundem, η οποία έκλεισε με διάταγμα τον Οκτώβριο, κατηγορούμενη για «τρομοκρατική προπαγάνδα».
Τον Ιούνιο, τουρκικό δικαστήριο είχε άρει την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα που της είχε επιβληθεί μετά την αποφυλάκισή της, αλλά δεν μπορούσε να ανακτήσει το διαβατήριό της επειδή το όνομά της παρέμενε σε έναν κατάλογο προσώπων στα οποία απαγορεύονται τα ταξίδια λόγω των υποτιθέμενων δεσμών τους με οργανώσεις που χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές» από την Άγκυρα.
Η Ασλί Ερντογάν μπόρεσε τελικά να ανακτήσει χθες το διαβατήριό της και αναμένεται να ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη χορήγηση βίζας προκειμένου να μεταβεί στην Ευρώπη και να παραλάβει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο δικηγόρος της Ερντάλ Ντογάν.
«Μπορεί στο εξής να ταξιδεύει, αλλά θα πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει βίζα», δήλωσε ο Ντογάν.
Η ΜΚΟ Pen International, που υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης στον κόσμο, είχε απευθύνει την 1η Σεπτεμβρίου έκκληση για την άρση των περιορισμών που εμπόδιζαν την Ερντογάν να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Η Ασλί Ερντογάν, που δεν έχει καμία συγγενική σχέση με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αναμενόταν κυρίως στη Γερμανία για να παραλάβει το περίβλεπτο βραβείο ειρήνης Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, σύμφωνα με την Pen International.
Η δίκη της Ερντογάν, 50 ετών, βρίσκεται σε εξέλιξη παρότι έχει αφεθεί ελεύθερη υπό δικαστική επιτήρηση και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Η επόμενη ακροαματική συνεδρίαση έχει προγραμματιστεί για τις 31 Οκτωβρίου.
Η σύλληψη της Ερντογάν και η κράτησή της για 132 ημέρες είχαν προκαλέσει κατακραυγή στην Τουρκία και στη Δύση, που ανησυχεί για τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που επιβλήθηκαν μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, το οποίο ακολούθησαν άνευ προηγουμένου διώξεις.