Το ΝΑΤΟ προβλέπει να διατηρήσει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητές του και τη χρηματοδότηση ορισμένων δραστηριοτήτων εντός και εκτός του Αφγανιστάν μετά την στρατιωτική αποχώρησή του, κυρίως για να ασφαλίσει το αεροδρόμιο της Καμπούλ, δήλωσε σήμερα ο γενικός γραμματέας του οργανισμού Γενς Στόλτενμπεργκ.

«Ενώ δίνουμε ένα τέλος στη στρατιωτική παρουσία μας, ανοίγουμε ένα νέο κεφάλαιο. Η υποστήριξη του ΝΑΤΟ θα εναποτεθεί σε τρεις πυλώνες», δήλωσε από το Παρίσι έπειτα από τη συνάντησή του με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν.

«Πρώτον, προβλέπουμε να παράσχουμε συμβουλές και υποστήριξη ικανοτήτων στις αφγανικές υπηρεσίες ασφαλείας, καθώς και σταθερή οικονομική υποστήριξη. Δεύτερον, προβλέπουμε να παράσχουμε εκπαίδευση και εξάσκηση εκτός Αφγανιστάν, κυρίως στον τομέα των ειδικών επιχειρήσεων. Τρίτον, προβλέπουμε να χρηματοδοτήσουμε την παροχή υπηρεσιών, ορισμένες από τις οποίες για τη λειτουργία του αεροδρομίου», εξήγησε.

Το αεροδρόμιο της Καμπούλ είναι ένα στοιχείο κλειδί της αποχώρησης των ξένων δυνάμεων από το Αφγανιστάν η οποία έχει ανακοινωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Συμμαχία.

Θα πρέπει να είναι αρκετά ασφαλές προκειμένου να παρέχει επιμελητεία και ασφάλεια στις ξένες πρεσβείες στην Καμπούλ, οι οποίες συγκεντρώνονται στη λεγόμενη “πράσινη ζώνη”, την αυστηρά φυλασσόμενη περιοχή του κέντρου της πόλης που διαθέτει ελικοδρόμιο, αλλά εξαρτάται από το διεθνές αεροδρόμιο για την πρόσβασή της στον υπόλοιπο κόσμο.

Περίπου 10.000 στρατιωτικοί του ΝΑΤΟ αναμένεται να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν μετά την ανακοίνωση της αμερικανικής αποχώρησης έως τον Σεπτέμβριο, έπειτα από 20 χρόνια στρατιωτικής δέσμευσης στη χώρα αυτή, η κατάσταση ασφαλείας της οποίας παραμένει πολύ επισφαλής.

Οι Ταλιμπάν πολλαπλασιάζουν τις φονικές επιθέσεις εναντίον Αφγανών αστυνομικών και στρατιωτικών μετά την ανακοίνωση του τέλους της εντολής του ΝΑΤΟ.

Πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η αποχώρηση των δυνάμεων της Συμμαχίας μπορεί να οδηγήσει το Αφγανιστάν σε έναν νέο εμφύλιο πόλεμο ή να επιτρέψει την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία, απ’ όπου εκδιώχθηκαν στα τέλη του 2001.