Του Κώστα Μπετινάκη

Η Μάργκαρετ Θάτσερ αγαπούσε την πατρίδα της, όπως ο Ντε Γκωλ τη Γαλλία, δήλωσε ο βιογράφος της, Charles Moore, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό της.

Η Μ. Θάτσερ, η οποία έφυγε χθες από τη ζωή, άφησε τη σφραγίδα της όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και στην παγκόσμια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Η ενδεκαετής διακυβέρνησή της άλλαξε ριζικά τις οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, συμβάλλοντας στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος.

Όταν η συντηρητική κυβέρνηση του Edward Heath έχασε τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1974, ήρθε η ώρα της πρώτης γυναίκας στη Βρετανία να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος και κατόπιν να γίνει πρωθυπουργός.

Ήταν δυναμική, πεισματάρα, αντικομμουνίστρια και σθεναρή υποστηρίκτρια του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Έμεινε στην ιστορία ως η πολιτική προσωπικότητα που με το προσωνύμιο «Σιδηρά κυρία» είχε δημιουργήσει φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς. Όχι μόνο στη χώρα της αλλά παγκοσμίως.


Θάτσερ – Γκοσμπατσόφ: Τους ένωνε αμοιβαίος θαυμασμός

«Ο θάνατος της βαρονέσας Θάτσερ αναβίωσε έναν θαυμασμό, ελάχιστες επικρίσεις και φούντωσαν οι συζητήσεις γύρω από το κληροδότημα που άφησε» γράφουν στο πρωτοσέλιδό τους οι «Times» του Λονδίνου.

Ο «θατσερισμός» μπαίνει τη δεκαετία του ’80 στο λεξιλόγιο. Η τέως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου θα παραμείνει στη μνήμη ως «Σιδηρά Κυρία» που αναδιοργάνωσε τη χώρα της, ακολουθώντας μια αδιάλλακτη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, που δίχασε και διχάζει ακόμη.

H Mάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς έγινε το 1979 η πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) γυναίκα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, θέση που διατήρησε μέχρι τον Νοέμβριο του 1990, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί με δάκρυα στα μάτια από το Νο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.

Η οικονομική της πολιτική, γνωστή ως «θατσερισμός», είχε ως κύρια χαρακτηριστικά τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, την περιστολή δαπανών και επιδομάτων και τη στροφή από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες.

Το δυστύχημα είναι ότι, ενώ σχεδόν η μεγάλη πλειονότητα πολιτικών και οικονομολόγων αναγνωρίζει τώρα ότι αυτό το οικονομικό μοντέλο οδήγησε στη χρηματοοικονομική φούσκα και συμφωνεί ότι πρέπει να μπει, επιτέλους, ένα τέλος στην άκρατη ελευθερία των αγορών, το κράτος έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών του.

Η πλέον χαρακτηριστική σύγκρουση στα χρόνια της πρωθυπουργίας της ήταν με τους ανθρακωρύχους -στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η απεργία κράτησε περισσότερο από έναν χρόνο και νικήτρια βγήκε η ίδια.


Με τον Ρόναλντ Ρήγκαν τη συνέδεαν οι κοινές νεοφιλελεύθερες ιδέες

Η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύει ότι «η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν ήταν αυτό που λέμε “φίλη της Ελλάδας”, ούτε προσπάθησε ποτέ να γίνει». Γνώρισε εκ των πραγμάτων πολλούς Έλληνες πολιτικούς. Με δύο όμως οι σχέσεις της υπήρξαν θυελλώδεις. Και οι δύο είχαν το ίδιο επώνυμο: Παπανδρέου! Στη μία περίπτωση μάλιστα υπήρξε περίοδος κατά την οποία οι αναφορές στον διεθνή Τύπο αντικαθιστούσαν το επώνυμο με τον όρο «αντι-Θάτσερ» και όλοι καταλάβαιναν: ήταν η επίτροπος Βάσω Παπανδρέου, με την οποία η Θάτσερ είχε ομηρικές αναμετρήσεις με αντικείμενο την Κοινωνική Χάρτα της Ευρώπης.

Η Βάσω είχε με το μέρος της τον ακλόνητο Ζακ Ντελόρ, ως πρόεδρο της Κομισιόν και οραματιστή της μιας Ευρώπης για την οποία δεν ήθελε να ακούει η «Σιδηρά Κυρία».


Παπανδρέου – Θάτσερ: Τυπικές σχέσεις χωρίς ίχνος συμπάθειας μεταξύ τους

Ο Θ. Πάγκαλος στο βιβλίο του «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη» αφηγείται και το εξής περιστατικό: «Σε κάποια ευρωπαϊκή Σύνοδο η Θάτσερ είχε εκνευριστεί από τη συζήτηση και, θέλοντας να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση που δεν τη συνέφερε, στράφηκε προς τον Ανδρέα Παπανδρέου. “Ανδρέα, μην ετοιμάζεσαι να χρησιμοποιήσεις αυτό το μαγνητόφωνο. Σε έχω δει να μαγνητοφωνείς τις συνεδριάσεις, αλλά εδώ είμαστε μόνοι μας με τους υπουργούς Εξωτερικών και οι συζητήσεις είναι απόρρητες”. “Ποιο μαγνητόφωνο;” είπε ο Παπανδρέου κατάπληκτος. “Αυτό που έχεις σ’ αυτό το δερμάτινο τσαντάκι που παίρνεις πάντα μαζί σου” του είπε η Θάτσερ, δείχνοντας μπροστά στο πιάτο του Παπανδρέου ένα δερμάτινο τσαντάκι. O Ανδρέας άνοιξε το τσαντάκι, έδειξε το περιεχόμενο στη μαινόμενη Θάτσερ και της είπε: “Μάργκαρετ, δεν είναι αυτό μαγνητόφωνο και επιπλέον μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι τα έχω αγοράσει στο Λονδίνο”. Το τσαντάκι περιείχε δύο πίπες, όργανα καθαρισμού και μια ποσότητα καπνού».

Οι ατάκες που κατά καιρούς χρησιμοποίησε η Θάτσερ έμειναν στην ιστορία:

To 1982 στη διάρκεια του πολέμου των Φώκλαντς, η Βρετανία βύθισε το αργεντινό καταδρομικό «General Belgrano», σε μια κίνηση που αμφισβητήθηκε έντονα, επειδή το πλοίο δεν κινείτο στη ζώνη αποκλεισμού γύρω από τα νησιά που είχαν αποκλείσει οι Βρετανοί.

Η Θάτσερ ουδέποτε έπαψε να υποστηρίζει την απόφασή της. «Το πλοίο απειλούσε τα αγόρια μας. Θα το ξαναέκανα» είπε.

Παράλληλα, δεν έκρυψε ποτέ την απέχθειά της για τα ευρωπαϊκά σχέδια ενοποίησης, εφαρμογής κοινού νομίσματος ή λήψης αποφάσεων από την Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο. «Όχι, όχι, όχι» είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων.

«Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άνδρες και γυναίκες. Υπάρχουν οικογένειες»

«Δεν υπάρχει ελευθερία, αν δεν υπάρχει οικονομική ελευθερία»

«Δεν είναι η δημιουργία πλούτου που είναι λάθος, αλλά η αγάπη του χρήματος για το χρήμα»

«Η Ευρώπη είναι δημιούργημα της ιστορίας, η Αμερική της φιλοσοφίας»

«Κανένας δεν θα θυμόταν τον καλό Σαμαρείτη, αν είχε μόνο καλές προθέσεις· είχε όμως και λεφτά»

Και όπως διαπίστωσε με πικρία το 1991, μερικούς μήνες μετά την παραίτησή της: «σπίτι είναι εκεί που καταλήγεις όταν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις».

«Τη Μάργκαρετ Θάτσερ αντιπαθούσαμε και μας άρεσε» είναι ο τίτλος της «GUARDIAN», που της είχε κάνει συστηματική αντιπολίτευση όσο ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας.

Και στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα θυμίζει το σύνθημα των διαδηλωτών της δεκαετίας του 80: «Μάγκι-Μάγκι-Μάγκι Έξω, έξω, έξω! Μας άρεσε που την αντιπαθούσαμε. Εκείνη μας είχε αναγκάσει ότι αυτό ήταν αληθινά σημαντικό».