του Πολύκαρπου Αδαμίδη
Η ζοφερή πρόβλεψη του Σάμιουελ Χάντιγκτον για τη ‘Σύγκρουση των Πολιτισμών’, φαίνεται να προλείανε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, το πλαίσιο των γραμμών αντιπαράθεσης της σύγχρονης, μεταψυχροπολεμικής Ιστορίας. Ταυτόχρονα επιβεβαίωσε τον ρόλο των θρησκειών ωςimperium επί των λαών και ως καταλύτη στην προοπτική και την ανατροπή συμμαχιών και καθεστώτων.
Η συνέχεια και η δομή της Ιεραρχίας, σε κάθε δόγμα και θρησκεία, αποτελούν συνακόλουθα όριο για την αποτελεσματικότητα και την επιρροή της. Οι δύο βασικοί βραχίονες της στη Χριστιανική Πίστη, το Βατικανό δηλαδή και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτελούν αντιπροσωπευτικά ορόσημα αυτής της παρακαταθήκης. Με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την πλευρά του να διατηρεί την αίγλη της πνευματικότητας. Ιδιότητα που αναδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό ως εκ της ανυπαρξίας κρατικής υπόστασης. Και διευκολύνει την αποδοχή του λόγου του και των νουθεσιών του. Σε μια εποχή μάλιστα αυξημένης δυσπιστίας, ανασφάλειας και πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Τα σπουδαία αυτά στοιχεία -ανέλπιστη τύχη μέσα στο αρνητικό περιβάλλον λειτουργίας του και αποψίλωσης του άμεσου ποίμνιού του, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη- έχουν πολλαπλά ενδυναμωθεί και από τον ρόλο του ως προστάτη και θεσμικού εκπροσώπου των Χριστιανικών λαών κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Μια μοναδική κτηθείσα εμπειρία, που αποτυπώνεται σε εξαιρετικές δεξιότητες διπλωματίας και διαχείρισης ισορροπιών.
Τα τάλαντα αυτά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μπορούν να διαμορφώσουν συνθήκες επικοινωνίας και συνεννόησης, στη γεωπολιτική του γειτονιά και τα Βαλκάνια. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι δεν ταυτίζεται με Κράτη και ‘ατζέντες συμμαχιών’. Και ενεργεί με βάση κανόνες και τη συνέχεια και ισότητα μέτρων και σταθμών. Έτσι απόλυτα δικαιολογημένα δε δέχθηκε το αίτημα των Σκοπιανών για τη χορήγηση αυτοκεφάλου, επισημαίνοντας ότι από το 1922 είχε αναγνωρίσει την οικεία αρμοδιότητα του Σέρβου Πατριάρχη. Και όλα αυτά μολονότι η Σερβική Εκκλησία, έχει ταχθεί καθαρά και απροσχημάτιστα με τον Ρώσο Πατριάρχη, ως προς το θέμα της Ουκρανίας, υιοθετώντας μάλιστα και τη σκληρή ρητορική του. Η συνέπεια αυτή, χωρίς ευκαιριακές αναδιπλώσεις και παράταιρες μνησικακίες, διαφυλάσσει έτι περαιτέρω την πνευματικότητά του και ενδυναμώνει την πίστη του Ουκρανικού ποιμνίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Χωρίς να τη θεωρεί μέσο για τον πολιτικό του έλεγχο, ανεξάρτητα από το πόσο βάσιμες είναι οι σχετικές αιτιάσεις.
Η συνέπεια λόγωνκαι έργων του Οικουμενικού Πατριάρχη αποτυπώνεται και στην αντιμετώπιση και των δύο άλλων μεγάλων Ορθόδοξων Εκκλησιών των Βαλκανίων. Τη Ρουμανική στην οποία χορήγησε το αυτοκέφαλο ήδη από το 1925 και τη Βουλγαρική, που με σθένος απέρριψε τη μετεξέλιξή της σε όχημα αλυτρωτισμού και μισαλλοδοξίας -όταν πρωτοδημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία το 1870-, διατηρώντας πλέον θερμότατες σχέσεις και επικοινωνία. Εύλογα είναι τα αντανακλαστικά και η επαγρύπνηση απέναντι σε κάθε προσπάθεια ηγεμονισμού μέσω της θρησκείας, του πανσλαβισμού περιλαμβανομένου.
Σε κάθε περίπτωση η Νέα Ρώμη, ποτέ δε συνδέθηκε με βίαιους εκχριστιανισμούς, ποδηγέτηση ή καταπίεση άλλων εθνών και ουδέποτε ταυτίστηκε με αποικιακές πολιτικές ή παρεμβάσεις. Είναι μια ‘προίκα’ που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και βρίσκεται στο υποσυνείδητο κρατών και εθνών. Δημιουργεί όρους εμπιστοσύνης. Και αποτελεί πρόκριμα πρωτοβουλιών, για την ειρήνευση και συνύπαρξη λαών και πολιτισμών. Με προοπτική που υπερβαίνει κράτη και σύνορα. Όπως ακριβώς είναι και ο ρόλος του και οι καταβολές του. Οικουμενικός.