Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες σχεδιάζουν να αρχίσουν τους εμβολιασμούς στους εφήβους τον Ιούνιο, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας σε άλλες χώρες, δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμη.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια από τις πιο κρίσιμες –  από ηθικής σκοπιάς – αποφάσεις της πανδημίας. Να επεκτείνει τον εμβολιασμό σε παιδιά ή να δωρίσει εμβόλια σε όσους τα χρειάζονται περισσότερο στον υπόλοιπο κόσμο;

Μέχρι στιγμής, καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει δεσμευτεί να καθυστερήσει τον εμβολιασμό σε παιδιά και να στείλει αυτά τα εμβόλια αλλού, παρά το γεγονός ότι η πανδημία εξακολουθεί να μαίνεται σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Ασίας και της Νότιας Αμερικής.

Αντ ‘αυτού, μετά από έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων του εμβολίου BioNTech/Pfizer για παιδιά ηλικίας 12-16 ετών, χώρες σε ολόκληρο το μπλοκ ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τον εμβολιασμό των εφήβων τους, με αρκετές χώρες της ΕΕ να προσδιορίζουν  ημερομηνία έναρξης αυτόν τον μήνα. Αυτή η κίνηση φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), που δήλωσε την Τρίτη ότι «ζητήματα αμεροληψίας σχετικά με τη διαθεσιμότητα και την πρόσβαση στα εμβόλια, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά όταν αποφασίζεται η επέκταση του εμβολιασμού κορωνοϊού  σε ομάδες με χαμηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσου».

Η Γερμανία σκοπεύει να προσφέρει ραντεβού σε παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω στις 7 Ιουνίου, με τη Γαλλία να κάνει το ίδιο από τις 15 Ιουνίου. Η Λιθουανία ελπίζει να ξεκινήσει αυτόν τον μήνα εμβολιασμό σε παιδιά πάνω από 16, και οι Ιταλοί παιδίατροι ετοιμάζονται επίσης να χρησιμοποιήσουν τα εμβόλια το συντομότερο δυνατόν.

Την περασμένη Παρασκευή, η ρυθμιστική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου ενέκρινε το εμβόλιο για παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω, αν και η επιτροπή που συμβουλεύει την κυβέρνηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διατεθούν τα εμβόλια δεν έχει εκδώσει συστάσεις ακόμη.

Σε άλλα μέρη του κόσμου, τέτοια σχέδια μοιάζουν με ένα μακρινό όνειρο. Πολλές χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν έχουν ακόμη εμβολιάσει καν το 1% του πληθυσμού τους. Η Κένυα, με πληθυσμό άνω των 50 εκατομμυρίων, είχε χορηγήσει 1 εκατομμύριο εμβόλια έως τις 2 Ιουνίου. Η Νιγηρία – με πληθυσμό άνω των 200 εκατομμυρίων – μόλις πέρασε το όριο των 2 εκατομμυρίων δόσεων.

Για τον Keymanthri Moodley, διευθυντή του Κέντρου Ιατρικής Ηθικής και Νομικής στο Πανεπιστήμιο Stellenbosch της Νότιας Αφρικής, πρόκειται για απλά μαθηματικά. 

Παίρνει το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου τα παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω μπορούν να πάνε  στο τοπικό φαρμακείο και να κάνουν το εμβόλιο BioNTech/Pfizer. Υπάρχουν περίπου 25 εκατομμύρια παιδιά σε αυτήν την ομάδα, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζονται περίπου 50 εκατομμύρια δόσεις για πλήρη κάλυψη – χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι το εμβόλιο μπορεί να εγκριθεί για παιδιά μικρότερης ηλικίας, αργότερα αυτό το έτος. Αυτές οι 50 εκατομμύρια δόσεις μπορούν να συγκριθούν με τον συνολικό αριθμό δόσεων που έχουν χορηγηθεί σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο: 33 εκατομμύρια. «Ληστεύεται το παγκόσμιο σύνολο εμβολίων», σχολιάζει ο Moodley.

Όμως, άλλοι επισημαίνουν ότι δεν είναι απλό θέμα να μεταφέρει κανείς ένα εμβόλιο – που προορίζεται για έναν Αμερικανό έφηβου – σε έναν εργαζόμενο στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στη Γκάνα. Η εφοδιαστική αλυσίδα, η πολυπλοκότητα της οργάνωσης της εκστρατείας  εμβολιασμού, οι ημερομηνίες λήξης και η έλλειψη σχετικών επιστημονικών δεδομένων, καθιστούν τα πράγματα πιο περίπλοκα. 

Ενώ οι επιστήμονες (και οι κυβερνήσεις) συμφωνούν σε γενικές γραμμές σχετικά με τη σημασία του εμβολιασμού των ενηλίκων, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όταν πρόκειται για εμβολιασμό παιδιών. Η Πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen έθιξε αυτό το ζήτημα όταν δήλωσε πρόσφατα ότι ο εμβολιασμός παιδιών δεν είναι «πολιτική απόφαση, είναι σαφώς μια επιστημονική απόφαση που βασίζεται σε επιστημονικά τεκμήρια».

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, φαίνεται ότι οι επιστημονικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης λένε το αντίθετο και μεταβιβάζουν το πρόβλημα στους πολιτικούς. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες στον τομέα της δημόσιας υγείας κάνουν το ίδιο. Η επιβολή ανοσοποίησης στα παιδιά εάν δεν είναι πραγματικά απαραίτητο, θα ήταν «λάθος κίνηση», δήλωσε ο Adam Finn, μέλος της βρετανικής συμβουλευτικής επιτροπής για τον εμβολιασμό και καθηγητής παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και πρόσθεσε πως η επιτροπή «χρειάζεται πραγματικά περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία για το θέμα αυτό πριν μπορέσει να δώσει σαφείς συμβουλές».

Η επιστήμη είναι σαφής: τα παιδιά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αρρωστήσουν σοβαρά από τον κορωνοϊό και ο θάνατος είναι σπάνιος. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες  περιπτώσεις παιδιών που νοσούν σοβαρά, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του λεγόμενου παιδιατρικού πολυοργανικού φλεγμονώδους συνδρόμου, το οποίο είναι «κρίσιμη και σοβαρή κατάσταση», εξηγεί η Verina Wild, καθηγήτρια ιατρικής ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ. 

Επιπλέον, όπως υπάρχουν ενήλικες με συννοσηρότητες που πρέπει να έχουν προτεραιότητα στα εμβόλια, υπάρχουν επίσης παιδιά που μπορεί να χρειάζονται προστασία, σύμφωνα με τον Moodley. «Δεν αφορά μόνο την παράμετρο της ηλικίας, αλλά και την εξέταση της διαστρωμάτωσης του κινδύνου για τις διάφορες ηλικιακές ομάδες».

Παρά την παρουσία αυτών των εξαιρετικών περιπτώσεων, το «επιχείρημα για τον εμβολιασμό παιδιών δεν είναι 100% σαφές, αν το δει κανείς σε ατομική βάση», προσθέτει η Wild. Αυτή η δήλωση αντικατοπτρίζει την οδηγία του ECDC ότι τα μεμονωμένα άμεσα οφέλη από τον εμβολιασμό των παιδιών αναμένεται να είναι περιορισμένα σε σύγκριση με αυτά των ηλικιωμένων. 

Τι γίνεται όμως αν ο εμβολιασμός των παιδιών θα μπορούσε να βοηθήσει μια χώρα να φτάσει στην ανοσία της αγέλης; Έχουν να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο; 

Οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι αυτό είναι το σημείο όπου ο εμβολιασμός παιδιών μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας. Τελικά, θα εξαρτηθεί από το ποσοστό του πληθυσμού που πρέπει να εμβολιαστεί για να φτάσει μια χώρα στην ανοσία της αγέλης, λέει η Anita Shet, διευθύντρια υγείας των παιδιών στο Διεθνές Κέντρο Πρόσβασης Εμβολίων και ανώτερη επιστήμων στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg.

Οι εκτιμήσεις της απαιτούμενης κάλυψης εμβολιασμού – για να επιτευχθεί ο στόχος της ανοσίας της αγέλης – κυμαίνονται από 60 έως 90%, σημειώνει η Shet – και αν είναι πλησιέστερη στο 90%, το ποσοστό των παιδιών που θα πρέπει να εμβολιαστεί θα είναι ζωτικό.  

Υπάρχει ένας άλλος τομέας όπου ο εμβολιασμός των παιδιών μπορεί να είναι σημαντικός – η εξάλειψη νέων μεταλλάξεων. Όταν ο ιός αφήνεται να εξαπλωθεί σε μεγάλο βαθμό ανενόχλητα, εμφανίζονται νέες μεταλλάξεις. Ένα αντίμετρο λοιπόν, είναι να «εμβολιαστούν και να προστατευθούν τόσοι άνθρωποι μέσα σε έναν πληθυσμό, ώστε ο ιός να έχει λιγότερο χώρο να αναπτυχθεί, λιγότερο χώρο να εξαπλωθεί», συνεχίζει η Shet. «Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε εμβόλια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ανεξάρτητα από την ηλικία. Εάν οι νέες παραλλαγές μπορούν να εξαλειφθούν σε χώρες με υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, αυτό ωφελεί ολόκληρο τον κόσμο», καταλήγει η Shet.

Συμπτωματικά, είναι το ίδιο επιχείρημα που υποστηρίζουν οι ειδικοί για τη δωρεά αυτών των δόσεων εμβολίων που προορίζονται για παιδιά, σε άλλες χώρες. «Κάθε χώρα θέλει να εμβολιάσει όλους τους κατοίκους της προκειμένου να καταστήσει ολόκληρη τη χώρα ασφαλή», λέει ο Moodley. «Αλλά αυτή δεν είναι μια νόσος που περιορίζεται σε συγκεκριμένες χώρες, είναι μια παγκόσμια πανδημία – οπότε η διατήρηση μιας χώρας 100% ανοσοποιημένης δεν είναι η λύση», προσθέτει.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Tedros Adhanom Ghebreyesus, προειδοποίησε επίσης ότι εάν ο ιός εξαπλωθεί οπουδήποτε, «έχει περισσότερες ευκαιρίες για μετάλλαξη και ενδεχομένως υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων παντού». Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο «άντε πάλι από την αρχή», προειδοποίησε ο ίδιος.

Ο Tedros υπήρξε ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές αυτού του στρατοπέδου. «Χώρες που εμβολιάζουν παιδιά και άλλες ομάδες χαμηλού κινδύνου το κάνουν σε βάρος των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και των ομάδων υψηλού κινδύνου σε άλλες χώρες», δήλωσε στις 24 Μαΐου.

Στην Ινδία, η οποία είναι αντιμέτωπη με την ολική καταστροφή από την τελευταία αύξηση των κρουσμάτων, οι δωρεές εμβολίων που προορίζονται για εφήβους στις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να παράσχουν ζωτική προστασία στον πληθυσμό και «να βοηθήσουν στη σωτηρία ζωών γρήγορα», υποστήριξαν πρόσφατα αρκετοί ερευνητές στο περιοδικό, The Atlantic.

Η Shet αντίθετα, παίρνει μια κάπως διαφορετική στάση, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι «δίκαιη ερώτηση» το αν οι πλούσιες χώρες πρέπει να δωρίσουν δόσεις αντί να εμβολιάσουν τα παιδιά τους. Τα εμβόλια μπορεί να είναι περιορισμένα, αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η εικόνα.

Πρώτον, υπάρχουν οι δυσκολίες στη διανομή του εμβολίου της BioNTech/Pfizer – το μόνο εμβόλιο που μπορεί να δοθεί στα παιδιά – λόγω των απαιτούμενων εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών αποθήκευσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι κατάλληλο για όλα τα μέρη του πλανήτη.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι χώρες κατά τη διάθεση των εμβολίων, έγιναν επίσης σαφείς πρόσφατα όταν αρκετές χώρες έπρεπε να καταστρέψουν εμβόλια ή να τα επιστρέψουν αφού δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν πριν από τις ημερομηνίες λήξης τους. Οι λόγοι για την αδυναμία τους να παράσχουν τα εμβόλια εγκαίρως είναι περίπλοκοι, αλλά μερικοί περιλαμβάνουν την έλλειψη χρημάτων και εμβολιαστών καθώς και εκπαίδευσης για την υποστήριξη της διάθεσης.

Η Shet επισημαίνει επίσης, ότι ορισμένες πλούσιες χώρες είναι πλέον σε θέση να εμβολιάζουν και εγχώρια και παγκόσμια. Ενώ οι ΗΠΑ εμβολιάζουν τα παιδιά τους, σχεδιάζουν επίσης τη δωρεά εμβολίων και έχουν ολοκληρώσει το σχέδιό τους για το πού θα πάνε τα πρώτα 25 εκατομμύρια δόσεις.

Εν τω μεταξύ, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να δωρίσει 100 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων. Η Γαλλία και η Γερμανία προσφέρουν 30 εκατομμύρια, η Ισπανία 22,5 , η Ιταλία δεσμεύτηκε για 15, το Βέλγιο δωρίζει 4 εκατομμύρια, η Δανία και η Σουηδία 3 και η Ρουμανία δίνει 2 εκατομμύρια.

Υπάρχει επίσης μια άλλη άβολη αλήθεια για την Ευρώπη: το ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζει τώρα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Μια πραγματικά παγκόσμια εκστρατεία ήταν ο στόχος του COVAX υπό την αιγίδα του ΠΟΥ: να υπάρξει μια τεράστια ομάδα εμβολίων και να διανεμηθούν δίκαια, ανάλογα με την ομάδα κινδύνου, σε όλο τον κόσμο. 

Το σχέδιο ήταν ότι αν ο κόσμος αντιμετώπιζε περιορισμένη προσφορά εμβολίων, οι χώρες θα έπαιρναν αρκετές δόσεις προκειμένου να καλύψουν το 20% του πληθυσμού τους –  δίνοντας προτεραιότητα  στους ηλικιωμένους, στους εργαζομένους στην πρώτη γραμμή και σε άτομα με συννοσηρότητα. Η δεύτερη φάση είχε ως στόχο να βοηθήσει χώρες με ευάλωτα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα υψηλούς αριθμούς περιπτώσεων.

Ενώ οι πλούσιες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της ΕΕ, δεσμεύτηκαν για μετρητά στο COVAX, δεν βασίστηκαν σε αυτό για να συνάψουν συμφωνίες για εμβόλια, προτιμώντας να προχωρήσουν στις δικές τους διμερείς συμφωνίες με τους παραγωγούς εμβολίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στείλει το COVAX στην ουρά μαζί με όλους τους άλλους, προκειμένου να διαπραγματευτεί την αγορά των – ούτως ή αλλως – περιορισμένων δόσεων εμβολίων, με τις φαρμακευτικές εταιρείες. «Οι διμερείς συμφωνίες που προέκυψαν αύξησαν τις τιμές», σύμφωνα με τον Tedros.

«Θα έπρεπε να είχαμε ένα παγκόσμιο σχέδιο διανομής από την αρχή», λέει η Wild, καθηγήτρια ιατρικής δεοντολογίας. «Θα ήταν πολύ λογικό να εμβολιάσουμε τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης πρώτα (παγκοσμίως), και στη συνέχεια να κινηθούμε προς τα κάτω», προσθέτει.

Υπογραμμίζει επίσης, πως υποστηρίζει σθεναρά το επιχείρημα για τον εμβολιασμό των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης πριν από τα παιδιά στην Ευρώπη. Ωστόσο, επισημαίνει ότι είναι αξιοσημείωτο πως η συζήτηση ξεκίνησε μόνο τώρα, που ξεκινά ο εμβολιασμός των παιδιών και όχι όταν άρχισαν να προσφέρονται εμβόλια σε – χαμηλού κινδύνου – 25χρονους. «Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε αυτήν τη συζήτηση πολύ νωρίτερα», καταλήγει.

Πηγή: POLITICO