To FBI και η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών NSA παρακολουθούσαν τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες πέντε επιφανών μουσουλμάνων στις ΗΠΑ για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, αποκαλύπτει έκθεση που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη. Ανάμεσα στους «υπόπτους» περιλαμβάνεται και ένας αξιωματούχους της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους και ο επικεφαλής της μεγαλύτερης οργάνωσης προάσπισης των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων.
Μεταξύ των επιμελητών της έκθεσης, που δημοσιεύτηκε στον ενημερωτικό ιστότοπο The Intercept, είναι ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ, που είναι γνωστός για τη δημοσίευση στη βρετανική εφημερίδα Guardian των αποκαλύψεων του pρώην σύμβουλου της NSA Έντουαρντ Σνόουντεν για το τεράστιο πρόγραμμα κατασκοπείας της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ.
Επικαλούμενοι νέα έγγραφα που τους έχει παραδώσει ο Σνόουντεν, οι συντάκτες της έκθεσης αποκαλύπτουν πέντε ονόματα μουσουλμάνων υπευθύνων, όλοι τους αμερικανικής υπηκοότητας, τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προσώπων τους οποίους κατασκόπευαν με την άδεια ενός ειδικού δικαστηρίου, του μυστικού δικαστηρίου εποπτείας των ενεργειών των υπηρεσιών πληροφοριών στο εξωτερικό (FISC).
Ειδικότερα τα πέντε πρόσωπα είναι: ο Φάιζαλ Γκιλ, ένα ενεργό μέλος και πρώην υποψήφιος του ρεπουμπλικανικού κόμματος, που εργάστηκε στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας στην κυβέρνηση του Μπους· ο Ασίρ Γκαφούρ, δικηγόρος ειδικευμένος σε υποθέσεις τρομοκρατίας· ο Χουσάνγκ Αμιραμαντί, Ιρανοαμερικανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς· ο Αγά Σαΐντ, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας· και ο Νιχάντ Άουαντ, διευθυντής του ισχυρού οργανισμού CAIR (Συμβούλιο Αμερικανϊσλαμικών Σχέσεων).
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι 7.485 ηλεκτρονικές διευθύνσεις παρακολουθούνταν από το 2002 έως το 2008. Πολλά μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου έχουν σταλεί από ξένους που θεωρούνταν ύποπτοι από την αμερικανική κυβέρνηση για συμμετοχή στο δίκτυο της Αλ Κάιντα, όπως ο Ανουάρ αλ Αουλάκι, ο Αμερικανός ιμάμης που σκοτώθηκε σε μια επίθεση που εξαπέλυσε μη επανδρωμένο αεροσκάφος στην Υεμένη το 2011.
Σε ένα δελτίο τύπου που εξέδωσε, η κυβέρνηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα απάντησε ότι αυτές οι επικοινωνίες δεν παρακολουθούνταν παρά μόνο στο πλαίσιο μιας «νομικά βασικά αιτίας κατασκοπείας στο εξωτερικό και αντικατασκοπείας».