Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όρισε σήμερα ότι η Μόσχα πρέπει να καταβάλει 130 εκατ. ευρώ στη Γεωργία για καταπατήσεις δικαιωμάτων και λεηλασίες σε βάρος τουλάχιστον 23.600 αμάχων κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο χώρες το 2008.
Το ΕΔΔΑ είχε ήδη καταδικάσει τη Ρωσία για τα γεγονότα το 2021, αλλά στην απόφασή του που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, όρισε το ποσό που η τελευταία θα πρέπει να καταβάλει στο Τμπιλίσι «μέσα σε τρεις μήνες».
Οι 17 δικαστές επιδίκασαν ως εκ τούτου αποζημίωση 3,25 εκατ. ευρώ για τη δολοφονία τουλάχιστον 50 αμάχων σε χωριά της Νότιας Οσετίας, μιας από τις δύο αυτονομιστικές περιοχές, μαζί με την Αμπχαζία, της Γεωργίας που κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, την οποία αναγνώρισε η Μόσχα.
Η πρώην σοβιετική δημοκρατία του Καυκάσου διεκδικούσε πολύ μεγαλύτερες αποζημιώσεις της τάξης των 120.000 ευρώ για κάθε άνθρωπο που σκοτώθηκε.
Το Δικαστήριο επέβαλε επίσης την καταβολή επανορθώσεων ύψους 2,7 εκατ. ευρώ για μια ομάδα τουλάχιστον 166 θυμάτων «απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης και αυθαίρετης κράτησης» στα υπόγεια του “υπουργείου Εσωτερικών” της Νότιας Οσετίας τον Αύγουστο του 2008.
Αναφορικά με την αποζημίωση 16 θυμάτων βασανιστηρίων, οι δικαστές όρισαν ποσό που ανέρχεται στα 640.000 ευρώ.
Το μεγαλύτερο ποσό, 115 εκατ. ευρώ, δόθηκε σε περισσότερους από 23.000 ανθρώπους που εμποδίστηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους στη Νότια Οσετία και στην Αμπχαζία.
Η Μόσχα οφείλει επίσης να καταβάλει 8,24 εκατ. ευρώ σε 412 θύματα επειδή δεν ερεύνησε θανάτους που επήλθαν στη διάρκεια των εχθροπραξιών.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία αποκλείστηκε στις 16 Μαρτίου 2022 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, θεματοφύλακα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ήπειρο, όμως παραμένει σύμφωνα με το Δικαστήριο υπεύθυνη για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που διέπραξε πριν από την ημερομηνία αυτή.
Η Γεωργία κατέθεσε συνολικά τρεις αγωγές κατά της Ρωσίας για τη σύγκρουση του 2008, δύο από τις οποίες κατέληξαν σε καταδίκη αυτής της τελευταίας, ενώ η τρίτη, που κατατέθηκε το 2018, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο στις 20 Απριλίου και η διαδικασία συνεχίζεται.