Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Αντί να συγκεντρώνει την εξουσία, η ένωση θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όταν οι εθνικές ταυτότητες των μελών της προκαλούνται, εκδηλώνονται αντιστάσεις.
Σε λιγότερο από 100 ημέρες, το Brexit θα έχει ολοκληρωθεί. Η Βρετανία θα βρίσκεται εκτός της τελωνειακής ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εσωτερικής αγοράς. Αλλά το Brexit θέτει ερωτήματα τόσο για την Ε.Ε, όσο και για τη Βρετανία. Αμφισβητεί τη λεγόμενη ιδεολογία της Ευρώπης. Είναι, τελικά, ένα σοβαρό ζήτημα για μια δημοκρατική οργάνωση όταν ένα μεγάλο κράτος-μέλος αποφασίζει να αποχωρήσει.
«Θα ήταν ένα θανατηφόρο λάθος να υποθέσουμε ότι το αρνητικό αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου αντιπροσωπεύει ένα ειδικά βρετανικό ζήτημα… η ψηφοφορία για το Brexit είναι απελπισμένη προσπάθεια να απαντήσουμε στις ερωτήσεις που θέτουν καθημερινά εκατομμύρια Ευρωπαίοι», δήλωσε ο Donald Tusk, τότε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λίγο μετά το δημοψήφισμα του Brexit, το 2016.
Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Emmanuel Macron, ήταν αρκετά ειλικρινής όταν ομολόγησε στον Andrew Marr του BBC στις αρχές του 2018, ότι ήταν πιθανό ένα δημοψήφισμα στη Γαλλία να είχε το ίδιο αποτέλεσμα με τη Βρετανία.
Ποια είναι λοιπόν τα μαθήματα; Στη διάλεξη της Bruges, το 2010 (εξίσου σημαντικής με τη διάλεξη της Margaret Thatcher του 1988, αν και λιγότερο προβεβλημένης) η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, επεσήμανε μια συνεχή και δημιουργική ένταση μεταξύ δύο «εκδοχών» της Ευρώπης – της υπερεθνικής Ευρώπης και της διακυβερνητικής Ευρώπης. Εάν διαταραχθεί αυτή η ένταση και οι υπερεθνικές πολιτικές εισβάλλουν στις εθνικές ταυτότητες, θα υπάρξει λαϊκή αντίσταση.
Τα προβλήματα που προκαλούνται από τη μετανάστευση και το ευρώ δείχνουν με γλαφυρό τρόπο, πώς η Ε.Ε. μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια αντίδραση, εάν υπερβεί αυτό που θεωρείται αποδεκτό, δείχνοντας να αμφισβητεί την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών.
Η ισχυρή εκτελεστική δράση που απαιτείται για την επίλυση των προβλημάτων του ευρώ και των μεταναστευτικών κρίσεων θα μπορούσε να αναληφθεί μόνο από τις εθνικές κυβερνήσεις, στα πλαίσια συνεργασίας τους. Αυτές οι κρίσεις αντιμετωπίστηκαν κυρίως από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έπαιξαν έναν σαφώς δευτερεύοντα ρόλο.
Η κρίση του κορωνοϊού, όπως και οι προηγούμενες κρίσεις, οδηγεί σε συζήτηση για περαιτέρω ολοκλήρωση. Ορισμένοι ηγέτες της Ε.Ε. αναζητούν νέα οικονομικά και δημοσιονομικά μέσα που καταλήγουν στη δημοσιονομική ένωση, ώστε να τεθεί το ευρώ σε ισχυρότερα θεμέλια. Αλλά με τη δημοσιονομική ένωση, ποια ζητήματα θα έμεναν για τις εθνικές εκλογές και τις εθνικές κυβερνήσεις όταν θα έχει αφαιρεθεί τόση οικονομική πολιτική από την ημερήσια διάταξη;
Η περαιτέρω ολοκλήρωση, πόσο μάλλον η τροποποίηση της Συνθήκης, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται, αυτή τη στιγμή, η Ευρώπη. Η υπερεθνική ολοκλήρωση αποτελεί τώρα απειλή για την εκπλήρωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους και όχι διαμεσολάβηση του.
Ήδη από το 1990, όταν ο Jacque Delors, πρώην πρόεδρος της επιτροπής, είπε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι επιθυμούσε να γίνει η Ευρώπη «αληθινή ομοσπονδία» μέχρι το τέλος της χιλιετίας, ο τότε Γάλλος πρόεδρος Francois Mitterrand που παρακολουθούσε στην τηλεόραση, ξέσπασε: «Αυτό είναι γελοίο! Τι κάνει; Κανείς στην Ευρώπη δεν θα το θέλει ποτέ. Παίζοντας τον εξτρεμιστή, θα καταστρέψει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί». Λίγοι στην Ευρώπη επιδιώκουν να παραδώσουν την εθνική τους ταυτότητα σε μια ομοσπονδία. Αντ’ αυτού, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν εποικοδομητικά τα εθνικά τους συμφέροντα εντός ενός συνεταιριστικού ευρωπαϊκού πλαισίου. Ίσως η Βρετανία θα έπρεπε να είχε κάνει το ίδιο.
Υπάρχει, παράδοξα, μια αίσθηση κατά την οποία η Brexit Britain, μαζί με την Gaullist Γαλλία, ήταν στην πρωτοπορία της ευρωπαϊκής ιδέας, παρά εμπόδια που έθεσαν σε αυτήν. Και οι δύο εκτίμησαν – η Βρετανία, χάρη στη μακρά εξελικτική της ιστορία, και οι Γκωλιστές ως αποτέλεσμα των εμπειριών της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του πολέμου – τι θα σήμαινε στην πραγματικότητα η θυσία της κυριαρχίας.
Όταν, στη δεκαετία του 1990, ο πρωθυπουργός John Major δήλωσε ότι η Ευρώπη δεν ήταν ακόμη έτοιμη για ένα κοινό νόμισμα, οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν και θεωρήθηκε ότι θόλωνε τα πράγματα. Αλλά, ίσως τα άλλα κράτη-μέλη θα έπρεπε να είχαν προσέξει αυτά που είπε. Αυτή θα ήταν σίγουρα η άποψη των νέων, που ζουν στα κράτη μέλη της Μεσογείου και βρίσκονται άνεργοι ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας για τις οποίες ευθύνεται το ευρώ.
Για εκείνα τα κράτη-μέλη που αναδύονται από δικτατορίες, θα ήταν εύκολο να πούμε ρητορικά, ότι ήταν πρόθυμα να θυσιάσουν την εθνική κυριαρχία. Όμως όλοι τους διαπίστωσαν ότι η αποδοχή της κοινής κυριαρχίας υπόκειται σε πολύ αυστηρά όρια: στη Γερμανία, όταν πρόκειται να μοιράζονται τα χρέη με άλλες χώρες της Ένωσης, στην Ελλάδα, όταν επιβάλλονται δημοσιονομικοί περιορισμοί και στις χώρες της Visegraad της Κεντρικής Ευρώπης (Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία), όταν πρόκειται να δεχτούν την δέουσα ποσόστωση μεταναστών από τη Συρία.
Αυτό που χρειάζεται, όπως τόνιζε συχνά ο Tusk, δεν είναι περισσότερη Ευρώπη αλλά καλύτερη Ευρώπη – πρακτικές βελτιώσεις, όπως η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες, εξάλλου, αποτελούν το 70% της οικονομικής δραστηριότητας στην Ε.Ε, αλλά ακόμη και τώρα, εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου 5.000 προστατευόμενα επαγγέλματα. Η Ευρώπη χρειάζεται επίσης μια ψηφιακή ενιαία αγορά, η οποία, όπως έχει υπολογίσει ο πρωθυπουργός των Κάτω Χωρών, Mark Rutte, θα προσθέσει 400 δισ. Ευρώ, στο ΑΕΠ της Ευρώπης.
Η Ε.Ε, θα πρέπει να παραμείνει – πρωτίστως – ένας διακυβερνητικός θεσμός στον οποίο τα κράτη μέλη, μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καθορίζουν τον ρυθμό της αλλαγής. Μια τέτοια Ευρώπη των κρατών θα ήταν μια διακυβερνητική οργάνωση με τη διαφορά, ότι τα κράτη-μέλη θα εξετάζουν όχι μόνο τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, αλλά και τα συμφέροντα ολόκληρης της ηπείρου.
Η Ευρώπη υπέφερε στο παρελθόν από την απουσία μιας τέτοιας προοπτικής. Αν ήταν εκεί το 1914, αν οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν λάβει υπόψη τα συμφέροντα της Ευρώπης στο σύνολό τους και όχι απλώς τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Το Brexit, λοιπόν, δεν ήταν παρέκκλιση. Αντί να επικροτεί ή να το καταδικάζει – το Brexit είναι, ούτως ή άλλως, χθεσινή συζήτηση – η Ε.Ε. πρέπει να επιδιώξει να μάθει τα μαθήματά της και να προσαρμοστεί.
Πηγή: The Guardian