Πριν από 40 χρόνια, 16 επιβάτες επέζησαν ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα και παρέμειναν 72 μέρες καθηλωμένοι σε συνθήκες πολικού ψύχους στις Άνδεις, χωρίς να σταματήσουν να ελπίζουν και επιδιδόμενοι σε κανιβαλισμό.

Για τους επιζήσαντες ήταν ένας εφιάλτης, παρότι ο κόσμος αποκάλεσε αργότερα την περιπέτειά τους «Το Θαύμα των Άνδεων», το οποίο γέννησε και μία κινηματογραφική μεταφορά που «έσπασε» τα ταμεία. Η πτήση 571 της Uruguayan Air Force απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο. Η ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης, η Old Christians Club, θα έπαιζε σε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής και συνοδευόταν από φίλους και γνωστούς.

Ο καιρός επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν. Στις 13 Οκτωβρίου, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί, αλλά το πενταμελές πλήρωμα, ενδίδοντας στις πιέσεις των επιβατών, αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο. Στη διαδρομή αναμένονταν αναταράξεις για το δικινητήριο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D, αλλά οι 40 επιβάτες του αντιμετώπισαν τις προειδοποιήσεις με χαμόγελα και χωρίς φόβο.

Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο. Ωστόσο, πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος 200 μέτρα, προσέκρουσε σε βουνό, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι. Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ ακόμα τρεις υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα. Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Σαντιάγο έλαβε το τελευταίο σήμα από την πτήση στις 03.30 μ.μ..

Στο έδαφος, οι επιζήσαντες άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται τη μοίρα τους: βρίσκονταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου, με ελάχιστα τρόφιμα και μοναδικό καταφύγιο, για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους, την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Ύστερα από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων σταμάτησε.

Τότε ήταν που πήραν την σκληρή απόφαση, η οποία έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η ίδια τους η ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο. Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο, προσπαθώντας -μάταια- να καταλάβουν πού βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη μακρύτερη οροσειρά της Γης. Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για ακόμη μία πολική νύχτα, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα.

Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19 και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον συχνά η τροφή τους. Η παρέα χάραξε έναν σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών της, ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά.

Κάποια στιγμή κατάφεραν να ανέβουν σε ένα βουνό και να ζητήσουν βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις, μέχρι που βρήκαν έναν Χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία, που τελικά περισυνέλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου. Η υποδοχή που τους επεφύλαξαν στο Μοντεβιδέο ήταν ενθουσιώδης.

Έπειτα από 40 χρόνια, 11 από τους επιζώντες εξακολουθούν να δίνουν διαλέξεις με θέμα τη δοκιμασία τους. Το 1974, ο Βρετανός συγγραφέας Πιρς Πολ Ριντ έδωσε την πρώτη εκτενή περιγραφή του δυστυχήματος στο βιβλίο του «Ζωντανοί: Η Ιστορία όσων επέζησαν στις Άνδεις».

Επιμέλεια: Μάριος Μπουμπής