Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Ήταν δύσκολο να αποφύγει κανείς να παρακολουθήσει το δράμα που εκτυλίχθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων – όπου το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπέστη νευρικό κλονισμό σε πλήρη έκθεση στα μάτια του κοινού. Αυτή η κρίση είναι εξ ολοκλήρου δημιουργία του ίδιου του κόμματος. Για δεκαετίες έχει μετατρέψει τη βάση του σε μια οργισμένη δεξιά, υποσχόμενο ριζοσπαστικές πολιτικές που προσφέρουν συναισθηματική ικανοποίηση στους σκληροπυρηνικούς ψηφοφόρους του – από την ανατροπή της Medicare του Obama και της Κοινωνικής Ασφάλισης έως την αθέτηση του εθνικού χρέους μέχρι την εξάλειψη ολόκληρων κρατικών υπηρεσιών. Όμως, επειδή αυτές οι πολιτικές είναι εντελώς ανεφάρμοστες, δεν υλοποιούνται ποτέ.

Το μάθημα που έχει εσωτερικεύσει η βάση είναι ότι δειλοί μετριοπαθείς πολιτικοί την προδίδουν, συνεχώς. Η λύση τώρα είναι για αυτούς να διατηρήσουν μια μόνιμη μέγγενη στον πρόεδρο της Βουλής, διασφαλίζοντας ότι θα κάνει πάντα αυτό που θέλουν οι σκληροπυρηνικοί. Αυτή είναι – όπως έχουν σημειώσει πολλοί – μια συνταγή για μόνιμο εκβιασμό και συνεχές χάος. Τα προβλήματα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι σοβαρά. Ο Newt Gingrich είπε πρόσφατα ότι το κόμμα βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση εδώ και σχεδόν έξι δεκαετίες. Όμως, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στις ΗΠΑ. Σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, οι λαϊκιστές εκτίθενται.

Για παράδειγμα η Βρετανία, όπου το Brexit – ίσως η απόλυτη λαϊκιστική υπόθεση του 21ου αιώνα – έχει προκαλέσει όλεθρο στο Συντηρητικό Κόμμα, το οποίο παλαιότερα χαρακτηριζόταν ως το παλαιότερο και πιο επιτυχημένο πολιτικό κόμμα παγκοσμίως. Η Βρετανία άλλαξε πέντε πρωθυπουργούς τα τελευταία  έξι χρόνια. Οι πέντε προηγούμενοι πρωθυπουργοί πριν από αυτούς διήρκεσαν περισσότερα από 30 χρόνια, συνολικά. Η αυτοκαταστροφική απόφαση για έξοδο από τη μεγαλύτερη αγορά της, την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεχίζει να υποβαθμίζει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας που παραμένει η πιο αδύναμη από τις οικονομίες της Ομάδας των Επτά. Στην Ομάδα των 20, μόνο η Ρωσία προβλέπεται να τα πάει χειρότερα από τη Βρετανία στο εγγύς μέλλον.

Η ιστορία είναι παρόμοια στη Νότια Αμερική. Παρόλο που η ήπειρος έχει παρασυρθεί από λαϊκισμό τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά, καμία από τις δύο εκδοχές δεν τα πάει πολύ καλά. Στη Βραζιλία, ο Jair Bolsonaro μπορεί να έχασε την υποψηφιότητά του για επανεκλογή, αλλά ο νικητής, ο πρώην πρόεδρος Luiz Inácio Lula da Silva, επίσης θα δυσκολευτεί για να εφαρμόσει (μερικές από) τις πιο ριζοσπαστικές υποσχέσεις του. Στη Χιλή, οι αριστεροί λαϊκιστές συσπειρώθηκαν γύρω από ένα σχέδιο για την πλήρη αναθεώρηση του συντάγματος της χώρας, προωθώντας ένα νέο που ακόμη και πολλοί πολιτικοί της κεντροαριστεράς θεωρούσαν ακραίο και ανεφάρμοστο. Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, συμμετείχε το 86% των Χιλιανών, απορρίπτοντας το νέο σύνταγμα με ένα επιβλητικό 62%.

Στην άλλη άκρη του πλανήτη, στην Αυστραλία, οι δεξιοί πολιτικοί είχαν υιοθετήσει πολιτικές και ρητορική, τύπου Trump. Υπό τον Πρωθυπουργό Scott Morrison, μιλούσαν μια γλώσσα που αντικατόπτριζε την πολιτική παραπόνων των ηλικιωμένων λευκών ψηφοφόρων και τρομοκρατούσε τη χώρα για τους κινδύνους της μετανάστευσης, του εγκλήματος και των «αφρικανικών συμμοριών» που υποτίθεται ότι διεισδύουν μέσω της Βικτώριας. Όμως ο Morrison απέτυχε στην αντιμετώπιση της πανδημίας και είχε μικρή επιτυχία στην οικονομία. Στις πρόσφατες εκλογές, οι συντηρητικοί της Αυστραλίας υπέστησαν τη χειρότερη ήττα τους στα χρονικά, και τα ακόμη πιο ακραία Κόμματα της Ενωμένης Αυστραλίας και του One Nation δεν τα πήγαν καλά. Ο νέος πρωθυπουργός των Εργατικών απολαμβάνει εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αποδοχής.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο λαϊκισμός ευδοκιμεί ως αντιπολιτευτικό κίνημα. Καταγγέλλει το κατεστημένο, ενθαρρύνει τους φόβους και τις θεωρίες συνωμοσίας για τις άθλιες άρχουσες ελίτ και υπόσχεται συναισθηματικές αντιδράσεις – όχι πραγματικά προγράμματα (χτίστε το τείχος, απαγορεύστε τη μετανάστευση, σταματήστε το εμπόριο). Από τη στιγμή που βρεθεί στην κυβέρνηση όμως, η ρηχότητα των προτάσεων πολιτικής του αποκαλύπτεται και οι ηγέτες του δεν μπορούν να κατηγορήσουν τους άλλους τόσο εύκολα. Εν τω μεταξύ, εάν οι μη λαϊκιστικές δυνάμεις είναι λογικές και όντως επιδείξουν έργο, δυσφημούν μέρος της λαϊκιστικής δεξιάς.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μετριοπαθές ύφος, η σοβαρή συμπεριφορά και η πρακτική χάραξη πολιτικής του Προέδρου Biden του έχουν προσφέρει μεγάλα νομοθετικά επιτεύγματα χωρίς να προκαλέσουν μαζικές εκλογικές μετατοπίσεις. Αυτό οφείλεται, βέβαια, στο ότι είναι Λευκός. Αν ο Barack Obama είχε εφαρμόσει τις ίδιες πολιτικές, πιθανότατα θα ακούγαμε πολύ περισσότερες συζητήσεις για τον επικίνδυνο σοσιαλισμό και τις αντιαμερικανικές πολιτικές του Προέδρου, μαζί με διάφορα φυλετικά υπονοούμενα.

Το πρότυπο του λαϊκισμού, βέβαια, ήταν πάντα η Αργεντινή. Ο Juan Peron και η ακόμη πιο χαρισματική σύζυγός του Eva, έχτισαν ένα ισχυρό μαζικό κίνημα που επιτέθηκε στις ελίτ και υποσχέθηκε να γίνει η φωνή του λαού. Στην πραγματικότητα, κατέστρεψαν την οικονομία της Αργεντινής. Αυτό που κάποτε ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου στη δεκαετία του 1910, έγινε λίγες μόνο δεκαετίες αργότερα, ένα παράδειγμα οικονομικού κάδου απορριμμάτων. 

Έκτοτε, οι Αργεντινοί λαϊκιστές υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους το φεγγάρι και τ’ αστέρια, με το να δημιουργούν, βέβαια, τεράστιες οφειλές και στη συνέχεια (συνήθως) να χρεοκοπούν. Δυστυχώς, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει γι’ αυτούς – με τον Economist να παρατηρεί  ότι το λαϊκιστικό κίνημα της Αργεντινής «βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του». «Ο περονισμός είναι προφανώς ο κύριος ένοχος για την κατάσταση στην Αργεντινή», δήλωσε στο περιοδικό ο πρώην πρόεδρος Eduardo Duhalde. «Σήμερα βρισκόμαστε στη χειρότερη στιγμή μας», συμπλήρωσε ο ίδιος.

Αυτές οι τάσεις δεν είναι μόνιμες. Τα περίπλοκα προβλήματα του κόσμου θα επιτρέπουν πάντα σε κάποιον να προτείνει απαντήσεις που είναι απλές, σαγηνευτικές και λανθασμένες. Αλλά ας ελπίσουμε ότι το 2023 θα δούμε τον λαϊκισμό να αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο της απάτης που είναι.

Πηγή: The Washington Post