Το ποσοστό των Ρώσων που τάσσονται υπέρ των αποφασιστικών αλλαγών στην χώρα, αυξήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια από το 42% στο 59%, σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοσκόπησης που πραγματοποίησαν από κοινού το Κέντρο Carnegie της Μόσχας και το ερευνητικό κέντρο Levada-Centr και δόθηκαν στην δημοσιότητα στα μέσα της εβδομάδας. Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι υπέρ κάποιων μη σημαντικών αλλαγών τάσσεται το 31% των Ρώσων ενώ το 8% δηλώνει ότι δεν χρειάζεται να γίνει καμία αλλαγή.

Το 53% πάντως των ερωτηθέντων που τάσσονται υπέρ των αποφασιστικών αλλαγών, θεωρεί ότι σημαντικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν σοβαρές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, ενώ υπέρ των αλλαγών, αλλά με το υπάρχον σύστημα, τάσσεται το 34%. Οι αριθμοί αυτοί δεν συνηγορούν υπέρ του ότι ο κόσμος είναι καθόλα έτοιμος για την αλλαγή της εξουσίας, αλλά δείχνουν ότι στην κοινωνία αυξάνεται η δυσαρέσκεια. Και αυτού του είδους οι διαθέσεις θα αναδεικνύονται όλο και πιο πολύ και στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, αναφέρεται στην έκθεση.

Το 69% των Ρώσων θεωρεί ότι μεταξύ εκείνων που δεν θέλουν περισσότερο τις αλλαγές είναι κρατικοί αξιωματούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι (το 2017 την άποψη αυτή είχε το 56%) , το 67% θεωρεί ότι οι ολιγάρχες και οι μεγαλοεπιχειρηματίες δεν επιθυμούν επίσης αλλαγές (το 2017 το ποσοστό αυτό ήταν 52%) ενώ το 25% θεωρεί ότι είναι ο Πούτιν και το περιβάλλον του που δεν θέλουν αλλαγές (το 2017 ήταν 15% το ποσοστό αυτό). Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες κατά την άποψη των Ρώσων είναι προνομιούχοι, ενώ στον Πούτιν , όπως εκτιμούν οι ειδικοί, επικεντρώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, παρότι ο μηχανισμός αποποίησης των ευθυνών εκ μέρους του ιδίου εξακολουθεί να λειτουργεί.

Μειώθηκε επίσης μέσα σε δύο χρόνια, από το 25% στο 16%, το ποσοστό των Ρώσων που θεωρούν ότι ο Πούτιν μπορεί να προτείνει ένα ελκυστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Το 9% πιστεύει ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να προτείνει ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσία Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, το 5% ο ηγέτης των κομμουνιστών Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, το 3% ο ηγέτης της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι και επίσης ένα 3% ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σόϊγκου.

Στην έκθεση που παρουσίασαν οι διοργανωτές των δημοσκοπήσεων επισημαίνεται ότι η κοινωνία επιθυμεί ριζικές αλλαγές, αλλά φοβάται το κοινωνικό τίμημα γι αυτές. Οι ερευνητές κατέγραψαν τις αύξηση των τάσεων αυτών ήδη από τον Μάιο του 2018, όταν υπέρ των αποφασιστικών μεταρρυθμίσεων τάσσονταν το 57%. Ωστόσο η κυβέρνηση ως απάντηση στο αίτημα αυτό πρότεινε απλώς μια «ασαφή ιδέα ‘τομής’, ενώ η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (που προέβλεπε αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης), η εξασθένηση του απόηχου της Κριμαίας και της μιλιταριστικής ρητορικής, είχαν ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει η δημοτικότητα της κυβέρνησης , αναφέρεται στην έκθεση. Οι περιφερειακές εκλογές που διεξήχθησαν το 2018 επιβεβαίωσαν το κοινωνικό αίτημα για αλλαγές, το οποίο ήταν περισσότερο λαϊκίστικο, αλλά η κυβέρνηση δεν επεδίωξε τον διάλογο με την κοινωνία επιλέγοντας την καταστολή.

Το Κρεμλίνο σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, έδειξε να θεωρεί φυσιολογικό το αίτημα για αλλαγές, αφού κατά την άποψη του «η επιθυμία για αλλαγές υπάρχει πάντα στην κοινωνία».

«Η επιθυμία για αλλαγές υπάρχει πάντα στην κοινωνία» δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ, επισημαίνοντας ότι δεν έχει διαβάσει τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης και δεν γνωρίζει πόσο μπορεί να τα εμπιστευθεί.

Ωστόσο ο Ντμίτρι Πεσκόφ παρατήρησε ότι «είναι άλλο ζήτημα, το ότι κάποιοι θέλουν αλματώδεις αλλαγές, κάποιοι θέλουν σταδιακές αλλαγές, αρμονικές. Θιασώτες και των μεν και των δε υπάρχουν πάντα στην κοινωνία».