Οι ισπανικές δημοτικές αρχές συστηματικά αποφεύγουν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους να εκδώσουν ταυτότητα και άλλα έγγραφα στα ασυνόδευτα παιδιά από άλλες χώρες που φιλοξενούνται σε δομές, με αποτέλεσμα μόλις 2.573 από τα 12.300 (δηλαδή το 21% των ανηλίκων) που βρίσκονται στη χώρα να διαθέτουν άδεια παραμονής.
Σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι στη χώρα δεν θεωρούνται παράνομοι, ως εκ τούτου δεν αναγκάζονται οι κοινοτικές Αρχές να επισπεύδουν μέσα στο ανώτατο προβλεπόμενο διάστημα την τακτοποίηση των προσωπικών εγγράφων τους. Ωστόσο, χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα παραμονής, οι ανήλικοι δεν έχουν πρόσβαση στις διάφορες υπηρεσίες και φροντίδες, όπως: στην άθληση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στα κοινωνικά επιδόματα, ή στη δωρεάν μετακίνηση. Επιπλέον, δεν μπορούν να δοθούν σε ανάδοχες οικογένειες ή να υιοθετηθούν.
Η αμέλεια αυτή των δήμων γίνεται επικίνδυνη όταν τα παιδιά αυτά ενηλικιωθούν και τότε εμπίπτουν στην κατηγορία των μη νόμιμων μεταναστών. Όταν είναι πλέον ενήλικοι, οι απαιτήσεις πολλαπλασιάζονται και θα πρέπει -ακόμη κι εάν δεν έχουν άδεια εργασίας- να αποδείξουν ότι έχουν ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα 500 ευρώ ή ότι υπάρχει κάποιος οργανισμός που θα εξασφαλίζει τη συντήρησή τους.
Οι στατιστικές αποδεικνύουν πως αυτό είναι πολύ δύσκολο και το 2018 μόλις 38 πρώην ασυνόδευτοι ηλικίας 18 ετών κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την άδεια παραμονής. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να εξασφαλίσουν άδεια εργασίας, που αυτό ιδίως για τα παιδιά ηλικίας 16-17 ετών ήταν η κύρια αφορμή που τα έσπρωξε να διαβούν το στενό κανάλι που χωρίζει την Ισπανία από την Αφρική.