Ο Aμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα υποδεχθεί τον Nοτιοκορεάτη ομόλογό του Μουν Τζε-ιν στον Λευκό Οίκο τον επόμενο μήνα, λίγο καιρό μετά την αποτυχία της δεύτερης συνόδου κορυφής των ηγετών των ΗΠΑ και της Βόρειας Κορέας, η οποία διεξήχθη στο Βιετνάμ.
Ο Μουν Τζε-ιν τάσσεται επί χρόνια υπέρ του διαλόγου με την Πιονγκγιάνγκ, που διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο και υφίσταται πολλαπλές και βαριές οικονομικές κυρώσεις εξαιτίας των εξοπλιστικών της προγραμμάτων. Συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Aμερικανό πρόεδρο και τον Bορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν.
Όμως, στη δεύτερη σύνοδο κορυφής, στο Ανόι στα τέλη του Φεβρουαρίου, οι Κιμ και Τραμπ δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν ώστε να προχωρήσει η αποπυρηνικοποίηση και η ελάφρυνση των οικονομικών κυρώσεων. Έκτοτε, εκφράζονται όλο και πιο έντονα φόβοι για το μέλλον αυτής της διαδικασίας.
Ο Μουν Τζε-ιν θα ταξιδέψει τη 10η Απριλίου στην Ουάσινγκτον, για διήμερη επίσκεψη, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο εκπρόσωπος του Κυανού Οίκου, της νοτιοκορεατικής προεδρίας.
«Οι δύο ηγέτες θα έχουν συνομιλίες σε βάθος (…) για να συντονίσουν τις θέσεις τους όσον αφορά στην ειρήνευση στην Κορεατική Χερσόνησο μέσω της απόλυτης αποπυρηνικοποίησης» είπε ο Γιουν Ντο-χαν.
Την 22α Μαρτίου, η Πιονγκγιάνγκ απέσυρε απροειδοποίητα το προσωπικό της από τον διακορεατικό σύνδεσμο στην πόλη Κεσόνγκ, πριν αυτό επιστρέψει μερικές ημέρες αργότερα. Η Πιονγκγιάνγκ δεν εξήγησε τους λόγους της αποχώρησης ούτε της επιστροφής των απεσταλμένων της. Οι εξελίξεις ακολούθησαν μια ανάρτηση του Τραμπ στο Twitter κατά την οποία σκόπευε να άρει κάποιες από τις κυρώσεις που επιβάλλει το Υπουργείο Οικονομικών της κυβέρνησής του, αλλά χωρίς να διευκρινίσει σε ποια μέτρα αναφερόταν συγκεκριμένα.
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο Τραμπ θα υποδεχθεί τον Μουν Τζε-ιν την 11η Απριλίου για συνομιλίες σχετικά με τις «τελευταίες εξελίξεις» όσον αφορά στη Βόρεια Κορέα και «θέματα διμερούς ενδιαφέροντος».
Μετά την αποτυχία της δεύτερης συνόδου κορυφής, ο Μουν Τζε-ιν δήλωσε ότι θα χρησιμοποιήσει «κάθε μέσο» που διαθέτει για να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την επίτευξη πλήρους συμφωνίας για την καταστροφή του πυρηνικού οπλοστασίου της Βόρειας Κορέας και τον τερματισμό των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων.
Ορισμένοι, κυρίως στις ΗΠΑ, θεωρούν πως οι εξελίξεις δείχνουν πως η Πιονγκγιάνγκ δεν έχει στην πραγματικότητα την πρόθεση να εγκαταλείψει το οπλοστάσιό της και εισηγούνται η Ουάσινγκτον να επανέλθει σε μια πολιτική περιορισμού και αποτροπής.