Σχεδόν το ένα τρίτο των πυρηνικών σταθμών στην Ευρώπη εξαρτώνται από τη Ρωσία και ειδικότερα από την κρατική εταιρεία Rosatom, σε βάρος της οποίας η ΕΕ δεν έχει επιβάλει οικονομικές κυρώσεις λόγω της σημαντικής της θέσης αναφορικά με τις προμήθειες εμπλουτισμένου ουρανίου. Αυτό επισημαίνει ο Τεβά Μεγιέρ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (Iris) και ειδικός στη γεωπολιτική της πυρηνικής ενέργειας.
Όπως σημειώνει στην εφημερίδα La Tribune, παρά τη στροφή της Ευρώπης στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), η απαλλαγή από το στρατηγικό βάρος που έχει η Ρωσία στην ευρωπαϊκή πυρηνική ενέργεια θα πάρει πολύ χρόνο, δηλώνει ο Μεγιέρ. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι ακόμη και αν οι ευρωπαϊκές εταιρείες Orano και Urenco αυξήσουν τις ικανότητές τους, αυτό δεν θα είναι αρκετό, δεδομένου ότι η Rosatom έχει μονοπώλιο στην παρασκευή πυρηνικών καυσίμων που προορίζονται για έναν στόλο αντιδραστήρων ρωσικής σχεδίασης, οι οποίοι αναπτύσσονται στην κεντρική Ευρώπη.
Επιπλέον, όπως σημειώνει, η εξάρτηση από τη Μόσχα δεν σταματά μόνο στον εμπλουτισμό φυσικού ουρανίου, αλλά και στον τομέα των καυσίμων, όπου η Ευρώπη δεν μπορεί να μετατρέψει το εμπλουτισμένο ουράνιο σε οξείδιο του ουρανίου, έτσι ώστε να σχηματιστούν μικροί κύλινδροι που ονομάζονται pellets και αποτελούν το τελικό «καύσιμο» για τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, καθώς είναι σχεδιασμένο και ισορροπημένο για τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης μονάδας παραγωγής ενέργειας και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τροφοδοσία μιας εγκατάστασης άλλου μοντέλου.