Οι πέντε Τσετσένοι που κρίθηκαν ένοχοι για τον φόνο, τον Φεβρουάριο 2015, του Ρώσου αντιπολιτευόμενου Μπόρις Νεμτσόφ καταδικάσθηκαν σε ποινές κάθειρξης από 11 έως 20 ετών από δικαστήριο της Μόσχας έπειτα από μια δίκη η οποία ωστόσο δεν επέτρεψε να βρεθεί ο εντολέας.
Ο άνδρας που πυροβόλησε τέσσερις φορές τον Μπόρις Νεμτσόφ, ο Ζαούρ Νταντάγεφ, καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών, ενώ οι τέσσερις συγκατηγορούμενοί του, άπαντες προερχόμενοι από τις μουσουλμανικές δημοκρατίες της Τσετσενίας και της Ινγκουσετίας, καταδικάσθηκαν σε ποινές «αυστηράς κάθειρξης» 11 έως 19 ετών.
Η «αυστηρά κάθειρξη» σημαίνει λιγότερους περιπάτους, λιγότερες επισκέψεις συγγενών και λιγότερη αλληλογραφία. Όλοι τους θα πρέπει επίσης να πληρώσουν πρόστιμο 100.000 ρουβλιών (1.450 ευρώ) ενώ ο Ζαούρ Νταντάγεφ, πρώην αξιωματικός του ρωσικού στρατού, υποβιβάστηκε και του αφαιρέθηκε το παράσημο του τάγματος του Θάρρους που του είχε απονεμηθεί.
Οι κατηγορούμενοι χαμογελούσαν και συζητούσαν μεταξύ τους όταν ο δικαστής ανακοίνωνε την ετυμηγορία του ενώ ορισμένοι από τους συγγενείς τους, που ήταν παρόντες στην αίθουσα, έκλαιγαν.
Ένας από τους κατηγορουμένους, ο Τεμιρλάν Εσκερχάνοφ, έγραψε πάνω στο τζάμι του εδωλίου των κατηγορουμένων με τους υδρατμούς, που είχαν σχηματισθεί, τη λέξη «ψέμα».
Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι στις 29 Ιουνίου έπειτα από μια δίκη στο κακουργιοδικείο. Το δικαστήριο είχε αποφανθεί τότε ότι «δεν αξίζουν καμιά επιείκεια». Ωστόσο οι ένορκοι δεν μπορούσαν τότε να αποφανθούν παρά μόνο επί της ενοχής των κατηγορουμένων.
Οι Ζαούρ Νταντάγεφ, Σαντίντ και Ανζόρ Γκουμπάσεφ, Τεμιρλάν Εσκερχάνοφ και Χαμζάτ Μπαχάγεφ δικάζονταν από τον Οκτώβριο 2016 για τον φόνο του Μπόρις Νεμτσόφ, ενός από τους κύριους αντιπάλους του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2015 σε μικρή απόσταση από το Κρεμλίνο.
Σύμφωνα με την Ανακριτική Επιτροπή, τον δικαστικό θεσμό που αναλαμβάνει τις κύριες ποινικές έρευνες, τον Σεπτέμβριο 2014 είχε προσφερθεί στους κατηγορουμένους αμοιβή 15 εκατ. ρουβλίων, δηλαδή περισσότερα από 200.000 ευρώ με τη σημερινή ισοτιμία, για να διαπράξουν αυτόν τον φόνο.
Όλοι είχαν δηλώσει αθώοι και οι δικηγόροι τους ανακοίνωσαν πως θα ασκήσουν έφεση.
Ένας έκτος, επίσης Τσετσένος, ο Ρουσλάν Μουχουντίνοφ, ο οποίος τον Δεκέμβριο 2015 θεωρήθηκε ύποπτος ως ο εντολέας του φόνου, εξακολουθεί να καταζητείται από την αστυνομία.
Σε ανακοίνωσή της, η Ανακριτική Επιτροπή αναφέρει πως «η έρευνα συνεχίζεται» και πως έχει εκδοθεί διεθνές ένταλμα για τη σύλληψη του Ρουσλάν Μουχουντίνοφ.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ εξέφρασε σήμερα την ελπίδα ότι θα βρεθούν τελικά οι εντολείς της δολοφονίας του Νεμτσόφ, μετέδωσε το Interfax.
«Τα ίχνη οδηγούν στο Γκρόζνι»
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ίχνη φθάνουν μέχρι το στενό περιβάλλουν του Ραμζάν Καντίροφ. Τα ίχνη οδηγούν τουλάχιστον στο Γκρόζνι (σ.σ.: την πρωτεύουσα της Τσετσενίας) και ίσως ψηλότερα», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο δικηγόρος της οικογένειας Νεμτσόφ, ο Βαντίμ Προχόροφ.
Οικείοι του Μπόρις Νεμτσόφ έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα το περιβάλλον του αυταρχικού τσετσένου ηγέτη Ραμζάν Καντίροφ, ακόμη και τον ίδιο τον Καντίροφ, ότι ευθύνεται για τη δολοφονία, αλλά η δικαιοσύνη αρνήθηκε να καλέσει ως μάρτυρα τον τσετσένο πρόεδρο.