Με τη φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση, ο Βέλγος ευρωβουλευτής Μαρκ Ταραμπέλα, ένας από τους υπόπτους του σκανδάλου «Qatargate», υπεραμύνθηκε σήμερα, Τετάρτη, της αθωότητάς του και κατήγγειλε τη στάση του Πιέρ Αντόνιο Παντσέρι, του «μεταμελημένου» της υπόθεσης και σοσιαλιστή «κολλητού του», τον οποίο κατηγορεί ότι έριξε το όνομά του βορά στους ανακριτές.
Φυσιογνωμία της γαλλόφωνης πολιτικής σκηνής του Βελγίου εδώ και 30 χρόνια, ο 60χρονος Ταραμπέλα μίλησε στους δημοσιογράφους στο γραφείο του δικηγόρου του στη Λιέγη την επομένη της αφαίρεσης του ηλεκτρονικού βραχιολιού του από τον δικαστικό που έχει αναλάβει την υπόθεση, τον Μισέλ Κλεζ.
Διακηρύσσοντας και πάλι την αθωότητά του έναντι των υποψιών για διαφθορά, υποστήριξε πως κατηγορήθηκε «μόνο και μόνο στη βάση» δηλώσεων του Παντσέρι, «ο οποίος έριξε το όνομά μου βορά με την ελπίδα να μην κατασπαραχθεί ο ίδιος».
«Κάποια μέρα όλοι μας έχουμε απογοητευθεί από κάποιο φίλο που είπε ψέματα, αλλά ευτυχώς λίγοι πλήρωσαν αυτό το ψέμα με μήνες φυλακής», συνέχισε ο Ταραμπέλα, ο οποίος ανέγνωσε ένα κείμενο που είχε συνταχθεί εκ των προτέρων και στη συνέχεια βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να απαντήσει στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
Ο ίδιος εξήγησε πως ο Παντσέρι, Ιταλός πρώην ευρωβουλευτής (2004-2019) που έγινε διευθυντής μη κυβερνητικής οργάνωσης, ήταν γι’ αυτόν «ένας κολλητός από παλιά», με τον οποίο μιλούσε τακτικά για το ποδόσφαιρο, το κοινό τους πάθος, και ιδιαίτερα για το ιταλικό πρωτάθλημα. «Έπεσα από τα σύννεφα», δήλωσε, για όταν συνελήφθη στις 9 Δεκεμβρίου.
Το σκάνδαλο με την ονομασία «Qatargate» ξέσπασε πριν από πέντε μήνες, όταν οι βελγικές αρχές εντόπισαν στη διάρκεια ερευνών στις Βρυξέλλες περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ σε μικρά χαρτονομίσματα, κατανεμημένα σε βαλίτσες και σακούλες.
Οι ερευνητές υποψιάζονται ότι πληρωμές σε μετρητά έγιναν από το Κατάρ και το Μαρόκο, με αντάλλαγμα αποφάσεις ή πολιτικές θέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ευνοϊκές για τις χώρες αυτές. Η Ντόχα και το Ραμπάτ το αρνούνται κατηγορηματικά.
Πλέον κανένας από τους υπόπτους δεν είναι φυλακισμένος, ενώ με ηλεκτρονικό βραχιόλι παραμένουν στο Βέλγιο μόνο ο Πιέρ Αντόνιο Παντσέρι και η επίσης σοσιαλίστρια Ελληνίδα ευρωβουλευτής Εύα Καϊλή.
Ο Παντσέρι, στο σπίτι του οποίου είχε βρεθεί στις 9 Δεκεμβρίου ένα μέρος των μετρητών, παραδέχθηκε τον Ιανουάριο πως ενορχήστρωσε αυτή την απάτη. Συνήψε μια συμφωνία με την εισαγγελία για ποινή φυλάκισης μόνο ενός έτους, με αντάλλαγμα συγκεκριμένες δηλώσεις για την απάτη και τα πρόσωπα που ενέχονται σ’ αυτή.
Σύμφωνα με τον βελγικό Τύπο, ο Ιταλός κατηγόρησε στους ανακριτές τον Μαρκ Ταραμπέλα, υποστηρίζοντας πως του κατέβαλε συνολικά «από 120.000 έως 140.000 ευρώ» για τη βοήθεια του στα θέματα που συνδέονται με το Κατάρ. Ο ενδιαφερόμενος απορρίπτει αυτές τις κατηγορίες.
«Δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά, δεν έλαβα χρήματα ούτε δώρα σε αντάλλαγμα για τις πολιτικές απόψεις μου», επανέλαβε την Τετάρτη ο Ταραμπέλα.
Έπειτα από αίτημα του δικαστή Κλεζ, η ασυλία του Βέλγου ευρωβουλευτή ήρθη στις 2 Φεβρουαρίου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ένα μέτρο που υπερψήφισε και ο ίδιος). Προφυλακίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου και αποφυλακίστηκε με ηλεκτρονικό βραχιόλι δύο μήνες αργότερα. Το μέτρο του ηλεκτρονικού βραχιολιού ήρθη χθες, Τρίτη.
Μολονότι επαναλαμβάνει πως θέλει να επιστρέψει στην έδρα του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το περιβάλλον του δεν θα είναι υποψήφιος το 2024 για νέα θητεία.
Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου του, για να μεταβεί στην ολομέλεια του Στρασβούργου -και άρα να βγει από τη βελγική επικράτεια- θα πρέπει να ζητήσει την άδεια του ανακριτή.