Ένας από τους δύο ψυχολόγους που διαμόρφωσαν τις μεθόδους ανάκρισης που χρησιμοποίησε τη CIA μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δήλωσε ότι η έκθεση της Γερουσίας, η οποία επέκρινε τις πρακτικές των μυστικών υπηρεσιών «έβγαζε κάποια γεγονότα εκτός του πλαισίου τους» και έκανε ψευδείς κατηγορίες.
«Είναι ένα μάτσο ανοησίες», δήλωσε ο Τζέιμς Μίτσελ στο πρακτορείο Reuters, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την έκθεση της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, η οποία δημοσιοποιήθηκε την Τρίτη. «Κάποια από τα πράγματα τα οποία αναφέρει απλώς δεν είναι αλήθεια», υπογράμμισε.
Η CIA πλήρωσε 80 εκατομμύρια δολάρια σε εταιρεία δύο πρώην ψυχολόγων της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, οι οποίοι δεν διέθεταν εμπειρία στις ανακρίσεις και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και οι οποίοι πρότειναν την τεχνική του εικονικού πνιγμού, τα χαστούκια στο πρόσωπο ή την εικονική ταφή ως μέσα ανάκρισης των κρατούμενων που συνελήφθησαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και ήταν ύποπτοι για τρομοκρατία.
Ο κ. Μίτσελ και ο συνάδελφός του, Μπρους Τζέσεν, αναφέρονται στην έκθεση με ψευδώνυμα, όμως πηγές των υπηρεσιών ασφαλείας τους κατονόμασαν. Ο κ. Τζέσεν δεν ήταν διαθέσιμος να σχολιάσει την έκθεση της Γερουσίας.
Παραβίαση ιατρικής δεοντολογίας
Οι δύο ψυχολόγοι κατηγορούνται ότι παραβίασαν την ιατρική δεοντολογία δημιουργώντας σύστημα ανάκρισης, το οποίο η επικεφαλής της επιτροπής Νταϊάν Φάινσταϊν δήλωσε ότι ισοδυναμεί με βασανιστήρια.
Σε μια σύντομη τηλεφωνική συνέντευξη, ο κ. Μίτσελ αρνήθηκε να εξηγήσει τι θεωρεί ότι είναι λάθος στην έκθεση, επικαλούμενος τη συμφωνία μη αποκάλυψης την οποία έχει υπογράψει με την αμερικανική κυβέρνηση.
Όμως άφησε να εννοηθεί ότι η έκθεση, η οποία συντάχθηκε από τους Δημοκρατικούς που διαθέτουν την πλειοψηφία στην Επιτροπή, κρύβει πολιτικά κίνητρα και προσπάθησε να «αμαυρώσει» όσους εμπλέκονταν στο πρόγραμμα ανάκρισης της CIA.
Η υπηρεσία είχε αναθέσει περισσότερο από το 80% του προγράμματός της στην εταιρεία των κ.κ. Μίτσελ και Τζέσεν, για το διάστημα από το 2005 ως το 2009.
Η Αμερικανική Ένωση Ψυχολόγων χαρακτήρισε τις λεπτομέρειες της έκθεσης «αηδιαστικές και κατακριτέες», ενώ πρόσθεσε ότι οι δύο ψυχολόγοι δεν είναι μέλη της, οπότε δεν μπορεί να ξεκινήσει πειθαρχική διαδικασία εναντίον τους.
Παρ’ όλα αυτά, υπογράμμισε ότι θα πρέπει «να λογοδοτήσουν πλήρως» για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των νόμων.