Πώς είναι η ζωή στη Βόρεια Κορέα; Ο πρώην πρέσβης της Βρετανίας στην Πιονγκιάνγκ, Τζον Έβεραρντ, αναλαμβάνει να λύσει κάποιες απορίες περιγράφοντας στον «Independent» τους Βορειοκορεάτες που γνώρισε ο ίδιος, όσο υπηρετούσε στη χώρα τους (μεταξύ 2006 και 2008).

«Παρά τις προσπάθειες του καθεστώτος να μπλοκάρει τις επαφές ντόπιων με ξένους, κατάφερα να γνωρίσω καλά μερικούς Βορειοκορεάτες. Συνειδητοποίησα ότι, ενώ θεωρούνται ευρέως ως πανομοιότυπα ”ρομπότ” που υπακούν σε κάθε εντολή του ηγέτη τους χωρίς να την αμφισβητούν, αυτό δεν ισχύει. Οι Βορειοκορεάτες που γνώρισα ανήκαν στους προνομιούχους της Πιονγκιάνγκ, όχι όμως και στην ελίτ του καθεστώτος – που ζει πολυτελώς και σπανιότατα έρχεται σε επαφή με ξένους. Οι φίλοι μου δεν έτρωγαν καλά, αλλά τουλάχιστον έτρωγαν τακτικά. Τα ρούχα τους δεν ήταν κομψά αλλά επαρκή – αν και όλοι τους διέθεταν ένα ειδικό σύνολο για τις υποχρεωτικές εμφανίσεις σε παρελάσεις και άλλες επίσημες εκδηλώσεις. Δεν ζούσαν στις βίλες της ελίτ ούτε στις καλύβες των φτωχών αλλά σε άβολα διαμερίσματα. Οι ζωές τους θα φάνταζαν πολύ βαρετές στους Δυτικούς. Η μετακίνησή τους προς και από την πληκτική τους εργασία ήταν κουραστική (οι συγκοινωνίες στην Πιονγκιάνγκ βγαίνουν συχνά εκτός λειτουργίας). Όλοι τους αφιέρωναν χρόνο στους συναδέλφους τους, τόσο για να κάνουν πιο ευχάριστο το εργασιακό τους περιβάλλον όσο και για να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους φίλους σε περίπτωση που είχαν μπελάδες. Μετά τη δουλειά μπορεί να πήγαιναν σε κάποια πολιτική συγκέντρωση. Όταν τους ρωτούσα τι συνέβαινε στις συγκεντρώσεις αυτές, απαντούσαν ότι δεν θυμόντουσαν. Αρχικά νόμιζα ότι αυτός ήταν ένας ευγενικός τρόπος για να αρνηθούν να απαντήσουν, όμως κάποτε παραβρέθηκα σε μια τέτοια πολιτική συγκέντρωση και το κοινό είχε απλανή μάτια. Ίσως οι φίλοι μου να έλεγαν αλήθεια, αφού κατέβαζαν ρολά και πραγματικά δεν θυμόντουσαν» λέει ο Έβεραρντ και συνεχίζει:

«Τα βράδια στο σπίτι συζητούσαν με την οικογένειά τους και έβλεπαν τηλεόραση. Πιο δημοφιλές ήταν το μισάωρο διεθνών ειδήσεων που μεταδιδόταν τις Κυριακές. Όλοι το παρακολουθούσαν και απευθύνονταν σε μένα για περισσότερες πληροφορίες. Αν και δεν πεινούσαν, το διαιτολόγιό τους ήταν μονότονο. Έτρωγαν πιο πολύ ρύζι από τους περισσότερους συμπατριώτες τους, αλλά το κρέας σπάνιζε. Τα γεύματά τους ήταν ρύζι, βραστά λαχανικά και το απαραίτητο κιμτσί (πικάντικο λάχανο). Οι οικογενειακές σχέσεις ήταν πολύ παραδοσιακές. Οι φίλοι μου αναφέρονταν στους γονείς τους με σεβασμό αντί τρυφερότητας και οι επισκέψεις σε αυτούς φάνταζαν σαν καθήκον και όχι ευχαρίστηση. Λάτρευαν τα παιδιά τους και μερικοί τους προσέφεραν ιδιαίτερα μαθήματα, ιδίως Αγγλικών. Τα οικονομικά προβλήματα της Βόρειας Κορέας τούς επηρέαζαν βαθιά. Αν και όλοι είχαν ντους, κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε χρησιμοποίησε ζεστό νερό τελευταία φορά. Τα κρύα ντους τον χειμώνα στην Πιονγκιάνγκ με τους -20 βαθμούς Κελσίου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μεγάλη ανησυχία τούς προκαλούσε η πρόσβαση σε φάρμακα – τα οποία βρίσκονταν σχεδόν πάντα σε έλλειψη. Μου ζητούσαν συχνά φάρμακα, αλλά όχι τόσο συχνά, όσο… DVD με σαπουνόπερες. Αυτές παρουσίαζαν έναν κόσμο τον οποίο οι Βορειοκορεάτες μπορούσαν μόνο να ονειρευτούν και οι φίλοι μου τις ”καταβρόχθιζαν” λαίμαργα. Η αντίδρασή τους στην προπαγάνδα με την οποία βομβαρδίζονταν αδιάκοπα είχε μια κάποια ποικιλία. Ένα μέρος το αγνοούσαν, αλλά άλλο το δέχονταν – πίστευαν ότι η Βόρεια Κορέα είναι μια ηρωική χώρα που μάχεται τη συνωμοσία των ΗΠΑ να την καταστρέψει. Είχαν διδαχθεί να μισούν τους Αμερικανούς, αλλά οι περισσότεροι δεν τους μισούσαν».

Επιμέλεια: Μάριος Μπουμπής