του Κώστα Μπετινάκη

Πριν από λίγες εβδομάδες ο βρετανικός λαός ψήφισε υπέρ του Brexit.

Η άποψη που έχει εκφράσει ο Τραμπ για το ΝΑΤΟ, έχει προκαλέσει αναστάτωση και από τις δύο πλευρές του ΑτλαντικούΜετά από λίγες ημέρες ήρθε η απειλή για «Turkexit», λόγω της αντίδρασης εναντίον των στρατιωτικών, σε αντεκδίκηση για το αποτυχόν πραξικόπημα.

Τώρα, έρχεται η απειλή δια στόματος του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου για την αμερικανική προεδρία Ντόναλντ Τραμπ για «Amerexit».

Ο Ντόναλντ Τραμπ λοιπόν, σε ομιλία του την περασμένη Τετάρτη υποστήριξε πως οι ΗΠΑ «δεν είναι απαραίτητο να σπεύσουν σε βοήθεια προς κάποια από τις χώρες-μέλη της Συμμαχίας».

Το CNN, (Ω! ναι το αμερικάνικο κανάλι), φιλοξενεί μεγάλο θέμα υπό τον τίτλο «Θα ήταν δυνατόν το ΝΑΤΟ να είναι η επόμενη συμμαχία που θα διαλυθεί;».

Η άποψη που έχει εκφράσει ο Τραμπ για το ΝΑΤΟ, έχει προκαλέσει αναστάτωση και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το δημοσίευμα του αμερικανικού δικτύου υπενθυμίζει τη φράση του Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Υπάρχει τουλάχιστον ένα πράγμα χειρότερο από το να πολεμάς με συμμάχους – κι αυτό είναι να πολεμάς χωρίς συμμαχία».

ΝΑΤΟ και οικονομικές σχέσεις

Υπάρχουν ειδικοί που πιστεύουν πως το ΝΑΤΟ θα ενισχυθεί με την διατλαντική οικονομική συμφωνία συνεργασίας και επενδύσεων- της ΤΤΙΡ- όπως έγινε και με τη NAFTA.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση στις ΗΠΑ, 53% των Αμερικανών έχουν καλή γνώμη για τη Συμμαχία, ενώ το 77% υποστηρίζουν πως είναι καλό για τις ΗΠΑ να αποτελούν μέλος της συμμαχίας.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους Ευρωπαίους πολίτες, που αμφισβητούν την ΤΤΙΡ, ιδιαίτερα οι Ισπανοί, οι Έλληνες και οι Γάλλοι.

Υπάρχουν βέβαια και πολλές διαφοροποιήσεις: Για παράδειγμα η Γαλλίδα ακροδεξιά Μαρίν Λε Πεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα του ΝΑΤΟ, ενώ ο «αντιευρωπαίος» Βρετανός εθνικιστής Νάιτζελ Φάρατζ -υπέρμαχος του BREXIT- τάσσεται υπέρ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Σε συνέντευξή του, στους New York Times που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων έκανε μία ξαφνική στροφή έναντι της παραδοσιακής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να υπερασπισθούν κάποιο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ-όπως οι Βαλτικές Δημοκρατίες- σε περίπτωση ρωσικής επιθετικής ενέργειας «αν δεν έχουν ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις τους».

Ομάδα βουλευτών και από τα δύο κύρια κόμματα της αμερικανικής Βουλής των Κοινοτήτων και πρώην στρατιωτικοί αξιωματούχοι έσπευσαν να υπεραμυνθούν της αμερικανικής πολιτικής στο ΝΑΤΟ μετά τα σχόλια του Τραμπ, που συνέδεε τις αμυντικές με τις οικονομικές υποχρεώσεις.

Όταν είχε ερωτηθεί από τους New York Times αν οι τρεις Δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία) αλλά και άλλοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να βασισθούν στις ΗΠΑ για την άμυνά τους σε ενδεχόμενη επίθεση από τη Ρωσία, ο Τραμπ είχε απαντήσει με ερώτηση: «Έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους απέναντί μας;».

Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες από τις 28 χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ δεν ικανοποιούν το στόχο του 2% του προϋπολογισμού τους για την Άμυνα, αλλά η πλειονότητά τους συνεισέφερε όταν τους ζητήθηκε να βοηθήσουν τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, επισημαίνει το δημοσίευμα του CNN. Και όταν οι ΗΠΑ δήχθηκαν τρομοκρατική επίθεση στις 11/9, για πρώτη φορά στην ιστορία του το ΝΑΤΟ διακήρυξε πως βρίσκεται σε ισχύ το «άρθρο V» που αμφισβητεί –για οικονομικούς λόγους- ο Τραμπ.

Οι οικονομικές παρατηρήσεις του Τραμπ δεν είναι οι πρώτες που εκφράζονται από επίσημα χείλη των ΗΠΑ.

Τόσο ο πρόεδρος Ομπάμα, όσο και ο Τζορτζ Μπους είχαν επανειλημμένα καλέσει τους συμμάχους να ικανοποιήσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στη συμμαχία.

Το πρόβλημα με την Τουρκία

Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Τουρκία, η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέλυσε ή συνέλαβε χιλιάδες ανώτερους και κατώτερους στρατιωτικούς τους οποίους κατηγορεί ως «πραξικοπηματίες» ή «συμπαθούντες».

Τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και ο Αμερικάνος υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, αλλά και η υπεύθυνη Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φεντέρικα Μογκερίνι, κάλεσαν την Τουρκία να σεβαστεί τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Τζον Κέρι είπε ότι το ΝΑΤΟ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Τουρκία.

Ο Αρμαγεδδών πλησιάζει

Ασχέτως με την οικονομική διαμάχη στο ΝΑΤΟ που προκάλεσε ο Τραμπ, εκείνο που δεν γνωρίζει το κοινό της Δύσης είναι πως η Ουάσιγκτον και ορισμένοι από τους Ευρωπαίους εταίρους τους προσπαθούν να πείσουν ότι η Μόσχα προετοιμάζεται για επίθεση. Υπάρχουν ακόμη και διαρροές σε γερμανικά έντυπα ότι η Bundeswehr (ο γερμανικός στρατός) είναι έτοιμη να ανακηρύξει την Ρωσία εχθρικό κράτος στη Γερμανία.

Όπως επισημαίνει σε δημοσίευμά του ο δρ. Paul Craig Roberts (*), οι εξελίξεις αυτές αποδίδονται στις αντιδράσεις ορισμένων Ρώσων πολιτικών κατά του ΝΑΤΟ, με αφορμή την εγκατάσταση νέων στρατιωτικών βάσεων στα σύνορα με τη Ρωσία.

Η Ουάσιγκτον σκοπεύει με την ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος κοντά στη Ρωσία να πιέσει τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ώστε να μειώσει την ρωσική αντίθεση στην προσπάθεια επιβολής της αμερικανικής μονοκρατορίας.

Ένας απ΄ αυτούς, ο εθνικιστής Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, αντιπρόεδρος της ρωσικής Δούμα (και ηγέτης του ρωσικού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος) παρομοιάζει την όλη κατάσταση με την εποχή που τα χιτλερικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα ρωσικά σύνορα το 1941.

Σύμφωνα με το Ζιρινόφσκι, «γερμανικά στρατεύματα στα ρωσικά σύνορα ενδεχομένως να προκαλέσουν πλήγμα που δεν θα αφήσει κάτι όρθιο από τα γερμανικά ή τα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα».
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει εκφράσει την δυσφορία του με τους συμμάχους της Ουάσιγκτον «οι οποίοι προτιμούν τη βία και την αναμέτρηση αντί της διπλωματίας».

Ο Roberts υποστηρίζει πως “είναι επικίνδυνο για την Ουάσιγκτον να προσπαθεί να πείσει τη Ρωσία ότι η διπλωματία είναι νεκρή. Όταν οι Ρώσοι καταλήξουν σε παρόμοιο συμπέρασμα, θα έχουμε τη βία απέναντι στη βία». Υπενθυμίζει ακόμη πως ο Πούτιν έχει ξεκαθαρίσει πως η Ρωσία «δεν πρόκειται να αποδεχθεί τις αμερικανικές βάσεις αντιβαλλιστικών πυραύλων στην Πολωνία και τη Ρουμανία. Και έχει πληροφορήσει την Ουάσιγκτον αλλά και τις υποτακτικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και Ρουμανίας, αλλά όπως λέει ο Πούτιν, δεν ακούνε».

«Η ανικανότητα να ακούνε σημαίνει πως η υπερφίαλη στάση της Ουάσιγκτον δεν παίρνει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του Πούτιν. Κι οι Αμερικάνοι θα πρέπει να ξυπνήσουν επειδή αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί από την Ουάσιγκτον. Αλλά αμφιβάλλω αν θα γίνει αυτό. Επειδή οι περισσότεροι πόλεμοι ξεσπούν με το κοινό να το καταλαβαίνει αμέσως μετά».

————

(*)Ο Dr. Paul Craig Roberts διετέλεσε βοηθός υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Ρήγκαν, βοηθός διευθυντής σύνταξης της Wall Street Journal. Είναι αρθρογράφος στα «Business Week», «Scripps Howard News Service» και «Creators Syndicate».

Διαβάστε επίσης: