Του Κώστα Μπετινάκη
Έως τα ξημερώματα της ιστορικής Τρίτης 8 Νοεμβρίου των προεδρικών εκλογών, όλοι οι δημοσκόποι, οι αναλυτές, τα αμερικανικά Μέσα έδιναν τη νίκη -έστω «στο νήμα»- στη Χίλαρι Κλίντον.
Ο Ντόναλντ Τραμπ διέψευσε τελικά όλες τις προβλέψεις, σχεδιάζοντας εκ νέου τον εκλογικό χάρτη, όπως πριν από έναν χρόνο, όταν οι ίδιοι κύκλοι απέκλειαν το ενδεχόμενο να κερδίσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού ΚόμματοςΚατόπιν ήρθε η έκπληξη ή μήπως δεν ήταν έκπληξη; Μήπως κάποιοι περίμεναν πως δεν είναι δυνατόν να εκλεγεί για τρίτη φορά συνεχόμενη πρόεδρος από το ίδιο κόμμα στις ΗΠΑ; Κάτι που έχει συμβεί σπάνια στην αμερικανική ιστορία.
Διέψευσε, τελικά, όλες τις προβλέψεις ο Ντόναλντ Τραμπ, ξανασχεδιάζοντας τον εκλογικό χάρτη, όπως πριν από έναν χρόνο, όταν οι ίδιοι κύκλοι απέκλειαν το ενδεχόμενο να κερδίσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Αυτό υπήρξε αφορμή να ξεκινήσει μια συζήτηση που θα κρατήσει καιρό. Τουλάχιστον ώσπου ο Τραμπ να καθίσει στο οβάλ γραφείο και να αρχίσει η ρουτίνα της διακυβέρνησης. Τότε θα ξεκινήσει η συζήτηση για το πόσες και ποιες από τις προεκλογικές του εξαγγελίες θα εφαρμόσει.
Στις απαξιωτικές απαντήσεις για τον Ντόναλντ Τραμπ που έδιναν στα exit polls οι ψηφοφόροι, το 61% υποστήριζε ότι «δεν είναι έτοιμος για πρόεδρος».
Θα πρέπει να διαψεύσει κι αυτούς, καθώς από τις 20 Ιανουαρίου εκείνος θα βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Η επίσκεψη στις ιστοσελίδες των αμερικανικών πολιτικών περιοδικών δίνει μια πρώτη απάντηση γιατί οι ψηφοφόροι προτίμησαν τον «αντισυστημικό επιχειρηματία, με τη διόλου πρότερη πολιτική ή στρατιωτική εμπειρία».
Tο περιοδικό «New Yorker» αναφέρει: «H εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί τραγωδία για την Αμερικανική Δημοκρατία, τραγωδία για το Σύνταγμα και θρίαμβο για τις δυνάμεις εκείνες στο εσωτερικό και το εξωτερικό του τοπικισμού, της αυταρχικότητας του μισογυνισμού και του ρατσισμού».
«Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι αηδιασμένη από την κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, αλλά και την πορεία της πλέον άσχημης προεδρικής εκστρατείας. Οκτώ στους δέκα δήλωσαν πως η προεκλογική εκστρατεία τούς απώθησε και διόλου ενδιαφέρουσα ήταν» επισημαίνει το «Vanity Fair».
«Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις για τις επιπτώσεις από τη νίκη του Τραμπ. Πρόκειται για καταστροφή. Η προοπτική μιας κυβέρνησης της ενωμένης Δεξιάς, με επικεφαλής έναν αυταρχικό λαϊκιστή, αντιπροσωπεύει την καταστροφή για τους εργαζομένους. Και υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπισθεί η κατάσταση: Η πρώτη να τα βάλεις με τον λαό των ΗΠΑ. Η άλλη να κατηγορήσεις την ελίτ της χώρας» περιγράφει το εκλογικό αποτέλεσμα το περιοδικό «Jacobin».
Στο «ΝΑΤΙΟΝ» περιγράφεται το φαινόμενο Τραμπ με την παραδοχή της «αριστερής άποψης» πως «ο Ρεπουμπλικάνος νεοεκλεγείς για την προεδρία αντιπροσωπεύει επαναστατική οικονομική πολιτική, όπως και ο Μπέρνι Σόντερς – αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι ψηφοφόροι του, αλλά και πολλοί από τους ψηφοφόρους της Κλίντον». Στο «ΝΑΤΙΟΝ» περιγράφεται το φαινόμενο Τραμπ με την παραδοχή της «αριστερής άποψης» πως «ο Ρεπουμπλικάνος νεοεκλεγείς για την προεδρία αντιπροσωπεύει επαναστατική οικονομική πολιτική, όπως και ο Μπέρνι Σόντερς – αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι ψηφοφόροι του, αλλά και πολλοί από τους ψηφοφόρους της Κλίντον».
«Η αλήθεια, όμως, είναι πως υπήρξε μια θορυβώδης άποψη λευκών, οι οποίοι άρχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους μειοψηφία και να δρουν ως μειοψηφική συνειδητοποιημένη οντότητα που θέλει να διαχωρίσει τη θέση της από τους άλλους» σημειώνει. «Οι λευκοί εθνικιστές που στήριξαν Τραμπ μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελούν μειοψηφία, αλλά κατόρθωσαν να συσπειρώσουν την πλειοψηφία των λευκών ψηφοφόρων» προσθέτει.
Ο Robert L. Borosage, επίσης στο «ΝΑΤΙΟΝ», κάτω από τον τίτλο «Γιατί κέρδισε ο Τραμπ», υποστηρίζει πως «ο συνασπισμός Ομπάμα λειτουργεί μόνον όταν οι Δημοκρατικοί δεν πετάνε τους λευκούς εργαζομένους από τη βάρκα».
Και γράφει πως «ο Τραμπ κέρδισε, χωρίς υποστήριξη από τα ΜΜΕ, όχι επειδή οι Αμερικανοί θέλουν να αναγείρουν τείχος, να απελάσουν εκατομμύρια, να κλείσουν τους ομοφυλοφίλους πίσω στα ντουλάπια και τις γυναίκες στις κουζίνες. Τον ψήφισαν μόνο και μόνο επειδή υποσχέθηκε πως θα αλλάξει τη χώρα. Κάτι το οποίο όλοι επιθυμούν απεγνωσμένα».
Ο ρωσικός παράγοντας
Αν και πολλοί Ρώσοι πολιτικοί θεωρούν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι καλύτερος εταίρος για τη Ρωσία, ο Leonid Slutsky, επικεφαλής της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της ρωσικής κρατικής Δούμα, δήλωσε στην οικονομική εφημερίδα «Kommersant» ότι «η κατάσταση στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις παραμένει ζήτημα σοβαρής ανησυχίας».
Για να συμπληρώσει: «Ακόμη περιμένουμε κάποια αντίδραση -χωρίς να έχουμε πολλές ελπίδες- πως η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων θα συνεδριάσουν με τις τέσσερις επιτροπές διεθνών σχέσεων για να εξετάσουν την κατάσταση αυτή».
O Vyacheslav Novikov, πρώτος αντιπρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της Δούμα, υποστήριξε: «Είναι μη ρεαλιστικό να αναμένονται γρήγορες αλλαγές μετά τη νίκη Τραμπ, που αποτελεί σημάδι ότι τα προβλήματα στις ΗΠΑ έχουν διογκωθεί».
Ο Sergei Mironov, επικεφαλής του κόμματος «Δίκαιη Ρωσία», εξέφρασε την άποψη: «Οι δηλώσεις των υποψηφίων είναι ένα πράγμα και η πραγματική ζωή ένα άλλο», αναφερόμενος στις δηλώσεις Τραμπ για τις σχέσεις με τη Ρωσία. Εξέφρασε, πάντως, την ελπίδα ότι «στις σχέσεις των δύο χωρών θα σημειωθεί πρόοδος».
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία Michael McFaul έγραψε στο Twitter του: «Ο Πούτιν αναμείχθηκε στις εκλογές μας και επέτυχε. Καλό και τούτο».
Η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Maria Zakharova αντέδρασε από το Facebook: «Η κυβέρνηση Ομπάμα διόρισε τον McFaul σε υπεύθυνες θέσεις για να αντιμετωπίσει υποθέσεις όχι μόνο της δικής του χώρας αλλά κι άλλων, αλλά όταν η κατάστασή του ξέφυγε, άρχισε να φωνάζει ”φταίει η Μόσχα”».
Τι αναμένεται λοιπόν;
Γεγονός παραμένει πως ο Τραμπ προς το παρόν παραμένει ένας αινιγματικός παράγοντας. Πέρα από ελάχιστες ιδεολογικές εμμονές -αντίθεση στο διεθνές εμπόριο και τους μετανάστες για παράδειγμα- είναι δύσκολο να προβλέψουν οι αναλυτές πως ακριβώς σχεδιάζει να κυβερνήσει.
Το πιο σημαντικό είναι πως η νίκη του Τραμπ δίνει την ευκαιρία στο Ρεπουμπλικανικό κατεστημένο έπειτα από χρόνια να επιβάλει τη φορολογική μεταρρύθμιση που επί τόσα χρόνια προετοιμάζει. Κάτι που θα εγκριθεί «αβρόχοις ποσίν», μια και τόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και η Γερουσία θα ελέγχεται πλήρως από τους Ρεπουμπλικάνους.
Με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα αργήσει να καταστεί συντηρητικό προπύργιο. Μια και ο Τραμπ θα διορίσει, χωρίς αντιρρήσεις, έναν δικαστή και ακόμη άλλους, αν κάποιος ανώτατος δικαστής παραιτηθεί ή πεθάνει, στα επόμενα τέσσερα χρόνια της προεδρικής θητείας.