Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Ο Σι Τζινπίνγκ είπε ότι η χώρα του και η Ρωσία είναι φίλοι «χωρίς όρια». Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη.
Πίσω στη δεκαετία του 1960, η Κίνα και η Ρωσία έχασαν την ευκαιρία τους να νικήσουν τη Δύση, όταν έγιναν σκληροί αντίπαλοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, οι προεδροι τους – οι οποίοι συνεδρίασαν ξανά την προηγούμενη εβδομάδα – προσπαθούν να διορθώσουν αυτό το μοιραίο λάθος. Οι πιο ισχυρές αυταρχικές χώρες του κόσμου ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αντιπαρατεθούν στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων – υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους – μια απειλή που έγινε αντιληπτή όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο. Ο αυταρχισμός βρισκόταν ξανά σε επιθετική πορεία, και οι μεγάλες δημοκρατίες του κόσμου αντιμετώπισαν μια σοβαρή πρόκληση για την ενότητα και την αποφασιστικότητά τους.
Καθώς το 2023 ανατέλλει και η πραγματική φύση της σχέσης Ρωσίας – Κίνας γίνεται πιο εμφανής, ο κίνδυνος που εγκυμονεί φαίνεται λιγότερο οξύς. Αυτό που έχει προκύψει δεν θυμίζει με τίποτα άξονα αυταρχικών δυνάμεων, αλλά μια μονόπλευρη συνεργασία στην οποία οι όροι ορίζονται από τον Σι Τζινπίνγκ, κυρίως για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της Κίνας. Αυτό μας λέει πολλά για τις αρχές εξωτερικής πολιτικής των ηγετών της Κίνας και πώς αυτές οι ιδέες μπορεί να σταθούν εμπόδιο στην προσπάθεια του Πεκίνου να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Ιστορικά, οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας ήταν γεμάτες δυσπιστία και αντιπαράθεση. Οι δυο τους έφτασαν τρομακτικά κοντά στον πυρηνικό πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, στο αποκορύφωμα του σχίσματος του Ψυχρού Πολέμου. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, το Πεκίνο και η Μόσχα βρήκαν κοινό σκοπό. Από οικονομική άποψη, είναι αμοιβαία επωφελείς εμπορικοί εταίροι, με τη βιομηχανική μηχανή της Κίνας να εισάγει ρωσικό πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα και άλλες πρώτες ύλες με αντάλλαγμα κινεζικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Ο Σι και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχουν επίσης σφυρηλατήσει στενή προσωπική σχέση. Το 2019, ο Σι περιέγραψε τον Πούτιν ως τον «καλύτερο φίλο».
Αυτό που τους ενώνει είναι μια κοινή ανησυχία για την αμερικανική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Καθένας βλέπει την Ουάσιγκτον ως το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη των διεθνών του φιλοδοξιών. Γι’ αυτό οι συναγερμοί χτύπησαν πιο δυνατά στις δυτικές πρωτεύουσες όταν ο Πούτιν επισκέφτηκε τον Σι στο Πεκίνο στις αρχές Φεβρουαρίου και εξέδωσαν κοινή δήλωση λέγοντας ότι «η φιλία μεταξύ των δύο κρατών δεν έχει όρια» και ότι δεν υπάρχουν «απαγορευμένοι τομείς συνεργασίας». Οι φόβοι ότι τα δύο κράτη ξεκινούσαν μια συντονισμένη επίθεση στην Ασία και την Ευρώπη ενάντια στην κυριαρχία της Δύσης, αυξήθηκαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αυτοί οι φόβοι φάνηκαν δικαιολογημένοι όταν, αργότερα τον ίδιο μήνα, η Ρωσία ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας.
Η σινο-ρωσική συνεργασία φαινόταν να αποδίδει άμεσα μερίσματα. Από την οπτική γωνία του Σι η εισβολή του Πούτιν ανέτρεπε τη δυτική επιρροή (ή έτσι φαινόταν) με μικρό κόστος για την Κίνα. Η Μόσχα, από την πλευρά της, κέρδισε σημαντική πολιτική υποστήριξη από το Πεκίνο σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ στόχευαν να απομονώσουν τη Ρωσία στην παγκόσμια σκηνή. Το Πεκίνο κατηγόρησε επανειλημμένα το ΝΑΤΟ για την πρόκληση του πολέμου και υποστήριξε τις ανησυχίες του Πούτιν για την ασφάλεια στην Ευρώπη, τις οποίες κορυφαίος διπλωμάτης της Κίνας περιέγραψε νωρίτερα αυτό το έτος ως «νόμιμες».
Ο Σι απέρριψε επίσης τις εκκλήσεις να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στον Πούτιν για να βοηθήσει να τερματιστεί ο πόλεμος ή να μεσολαβήσει μεταξύ του Ρώσου ηγέτη και του Ουκρανού προέδρου Volodymyr Zelensky. Αν και ο Σι είπε στον Πρόεδρο Joe Biden (στη συνάντησή τους τον Νοέμβριο) ότι «ανησυχεί πολύ» για την κρίση στην Ουκρανία, φάνηκε επίσης να νίπτει τας χείρας του από κάθε ευθύνη να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο στην επίτευξη λύσης. Η επίσημη κινεζική ανάγνωση της συνομιλίας ανέφερε ότι το Πεκίνο θα ενθαρρύνει τις ειρηνευτικές συνομιλίες, αλλά προσβλέπει σε διάλογο μεταξύ των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.
Η διπλωματική υποστήριξη του Πεκίνου στη θέση της Μόσχας για την Ουκρανία, καθώς και στον ρόλο της Ρωσίας στον κόσμο ως μεγάλης δύναμης, ήταν σημαντική για τον Πούτιν. Το ίδιο και η πιο απτή βοήθεια της Κίνας. Καθώς οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί δεσμοί της Ρωσίας με τη Δύση κατέρρεαν υπό το βάρος των κυρώσεων, το εμπόριο με την Κίνα αντικατέστησε μέρος του χαμένου εισοδήματος. Το συνολικό εμπόριο μεταξύ Κίνας και Ρωσίας αυξήθηκε κατά σχεδόν ένα τρίτο, στα 172 δισ δολ μέχρι στιγμής φέτος (αντίθετα, το εμπόριο της Ρωσίας με τις ΗΠΑ μειώθηκε περίπου στο μισό, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία).
«Για τη Ρωσία, το βασικό καθήκον προς το παρόν είναι να δημιουργήσει αρκετή ροή εσόδων για να παράσχει χρήματα στην πολεμική μηχανή, στον προϋπολογισμό και για να στηρίξει όλους τους ανθρώπους που φέρουν όπλα και υποστηρίζουν την εσωτερική ασφάλεια», δήλωσε ο Alexander Gabuev, ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Moscow Center. «Καθώς η σχέση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης καταστρέφεται και από τις δύο πλευρές… οι βασικές ροές εσόδων στρέφονται προς την Ανατολή και η Κίνα είναι ο κύριος παίκτης», συμπλήρωσε.
Πέρα από τον πόλεμο της Ουκρανίας και όποια και αν είναι η έκβασή του, η σχέση Κίνας-Ρωσίας είναι πιθανό να βαθύνει. Ο Σι και ο Πούτιν μοιράζονται έντονο ενδιαφέρον για τη μείωση της οικονομικής τους εξάρτησης από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους και Ασιάτες εταίρους τους, και αμφότεροι έχουν σαφές κίνητρο να επεκτείνουν το εμπόριο και τις επενδύσεις μεταξύ των οικονομιών τους. Σε μια πρόσφατη εργασία στο Naval War College Review, οι μελετητές Andrew Erickson και Gabriel Collins προβλέπουν επισης τη δυνατότητα για μεγαλύτερη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Η Μόσχα θα μπορούσε να ενισχύσει τις ναυτικές δυνατότητες της Κίνας δίνοντας στον στόλο της πρόσβαση στα ρωσικά λιμάνια στην Άπω Ανατολή και μοιράζοντας τεχνολογία, ειδικά για υποβρύχιο πόλεμο. «Οι ρωσικές στρατιωτικές τεχνολογίες κορυφής», έγραψαν, «θα μπορούσαν να συνδυαστούν με τους οικονομικούς πόρους και τη βιομηχανία της Κίνας για να ανατρέψουν την ισορροπία ασφαλείας του Ινδο – Ειρηνικού υπέρ ενός σινο-ρωσικού άξονα σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων και εταίρων τους».
Ωστόσο, τα γεγονότα του περασμένου έτους έδειξαν ότι η σχέση «χωρίς όρια» έχει, στην πραγματικότητα, τα όριά της. Το Πεκίνο δεν έχει παράσχει υλική υποστήριξη στην πολεμική προσπάθεια του Πούτιν, ούτε βοήθησε την κυβέρνησή του και τις τράπεζες να αποφύγουν τις σκληρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το προσωπικό συμφέρον σίγουρα λειτουργεί εδώ. Σε μια συνομιλία του Μαρτίου, ο Biden προειδοποίησε τον Σι ότι η Κίνα θα αντιμετωπίσει «συνέπειες» εάν ο Κινέζος ηγέτης βοηθούσε στρατιωτικά τη Ρωσία. Αυτό πιθανότατα θα συνεπαγόταν κυρώσεις στην Κίνα – τις οποίες η χώρα, που εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αμερικανικό και ευρωπαϊκό εμπόριο, την τεχνολογία και τις επενδύσεις, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά. Παρόλο που ο Σι έχει υποστηρίξει τις ανησυχίες του Πούτιν για την ασφάλεια στην Ευρώπη, έχει ωστόσο δείξει και κάποια δυσφορία για την συνέχιση του πολέμου. Στη συνάντησή τους τον Νοέμβριο, ο Biden και ο Χι επέκριναν από κοινού την απειλή του Ρώσου ηγέτη να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία, σύμφωνα με την περίληψη της συνομιλίας που έδωσε η Ουάσιγκτον.
Ορισμένοι αναλυτές ερμήνευσαν έναν βαθμό αιφνιδιασμού από τον Σι σε αυτή τη συνάντηση ως ένα σημάδι ότι έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με το στοίχημά του στη Ρωσία. Αποκαλυπτικά ίσως, το κομμάτι για τα πυρηνικά παραλείφθηκε από τον απολογισμό της συνάντησης που δημοσίευσε το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας. Όμως οι σχέσεις Κίνας – Ρωσίας συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Την ίδια μέρα που ο Zelensky βρισκόταν στην Ουάσινγκτον μιλώντας στο Κογκρέσο, ο Σι φιλοξενούσε τον πρώην πρόεδρο της Ρωσίας Dmitry Medvedev στο Πεκίνο.
Πιθανότατα, τα δυο διπλωματικά βήματα του Σι είναι ένδειξη των συνεχιζόμενων προσπαθειών του Πεκίνου να παίξει όλες τις πλευρές. Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για τυπική κινεζική εξωτερική πολιτική. Το Πεκίνο αποφεύγει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ουάσιγκτον προς τους στενούς του συμμάχους. Οι ηγέτες της Κίνας προτιμούν να διατηρήσουν τη δική τους ελευθερία κινήσεων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, χωρίς περιορισμούς από υποσχέσεις που δόθηκαν σε άλλες χώρες. Ο Σι έχει ενσωματώσει αυτή την πρακτική στο κύριο διπλωματικό του πρόγραμμα, την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ασφάλειας, ένα πλαίσιο για την αναμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Περιγράφοντας τις αρχές του, ο Σι δήλωσε ότι οι χώρες θα πρέπει «να πουν όχι στην ομαδική πολιτική και την αντιπαράθεση μπλοκ». Οι προσπάθειες να σχηματιστούν «μικροί κύκλοι», είπε, είναι «καταδικασμένες να αποτύχουν».
Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα θα αντισταθεί στον σχηματισμό ενός νέου μπλοκ με τη Ρωσία (ή οποιαδήποτε άλλη χώρα) όπως το παλιό κομμουνιστικό μπλοκ που κάποτε σχημάτισε η Σοβιετική Ένωση. Η δέσμευση του Πεκίνου σε τέτοιες ιδέες υποδηλώνει ότι ποτέ δεν θα σφυρηλατήσει μια αληθινή συμμαχία με τη Ρωσία που θα απαιτούσε από τους ηγέτες της Κίνας να συντονίσουν την πολιτική πιο στενά με αυτην ή που θα τους δέσμευε στην αμοιβαία άμυνα. Παρά τα σημερινά της προβλήματα, η ρωσική ηγεσία μπορεί να το προτιμά έτσι. Η Μόσχα μπορεί να είναι επιφυλακτική μήπως βρεθεί πολύ δεμένη – και πολύ εξαρτημένη από την Κίνα. Η σχέση μεταξύ Σι και Πούτιν δεν είναι ισότιμη. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει εκθέσει τη Ρωσία ως δύναμη σε παρακμή και η απομόνωσή της από τη Δύση άφησε στον Πούτιν ελάχιστες επιλογές από το να στραφεί στο Πεκίνο- και ο Σι το εκμεταλλεύεται.
Για παράδειγμα, η Κίνα αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο με μεγάλες εκπτώσεις. Με την πρόσβαση σε συναλλαγές σε δολάρια να περιορίζονται από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, οι ρωσικές επιχειρήσεις στρέφονται αντ’ αυτού στο κινεζικό γουάν, προωθώντας τον μακροπρόθεσμο στόχο του Πεκίνου να προωθήσει το νόμισμά του ως αντίπαλο του δολαρίου. Η σχέση είναι «πιο ωφέλιμη για την Κίνα παρά για τη Ρωσία», λεει ο Gabuev. «Η ασυμμετρία που ενσωματώθηκε σε αυτή τη σχέση ακόμη και πριν από τον πόλεμο έχει γαλβανιστεί από τον πόλεμο».
Όσο ισχυρότερη γίνεται η Κίνα, τόσο μεγαλύτερη γίνεται αυτή η ανισορροπία και τόσο περισσότερο το Πεκίνο μπορεί να ωθήσει τη Μόσχα να ευθυγραμμίσει τα συμφέροντά της με αυτά της Κίνας. «Μια Ρωσία της οποίας τα κίνητρα για επιθετική στρατιωτική δράση στην Ευρώπη πιθανότατα περιλαμβάνουν την ανάκτηση του «σεβασμού» που είχε απονεμηθεί στη Σοβιετική Ένωση στο παρελθόν, μπορεί να κουραστεί να θεωρείται – και ίσως να αντιμετωπίζεται – ως υποτελής της Κίνας», έγραψαν οι Erickson και Collins. «Η λαϊκή δυσαρέσκεια για την εθνική υποτέλεια μπορεί να ωθήσει τον Πούτιν ή τον διάδοχό του να επαναφέρει τις σχέσεις συμβολικά, ακόμη και ουσιαστικά, μακριά από τις προτιμήσεις του Πεκίνου».
Η δυναμική των σχέσεων του Σι με τη Ρωσία μας λέει ότι η Κίνα δεν είναι και τόσο καλός φίλος και αυτό θα έχει σίγουρα συνέπειες στην αναζήτηση του Πεκίνου για μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή. Οι ΗΠΑ έχουν επεκτείνει και εδραιώσει τη δύναμή τους μέσω ενός δικτύου στενών συμμαχιών και αμυντικών συμφωνιών με κράτη που μοιράζονται αξίες και στόχους εξωτερικής πολιτικής. Η Κίνα δεν επιθυμεί να κάνει κάτι τέτοιο. Το Πεκίνο πιθανότατα θα λειτουργήσει μέσω διμερών δεσμών, χαλαρών διεθνών ομάδων (όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης) και πρωτοβουλιών που μπορεί να ελέγξει (όπως το πρόγραμμα ανάπτυξης Belt and Road). Θα συνεργαστεί με άλλες χώρες, μόνο εφόσον τέτοιου είδους ρυθμίσεις την ωφελούν άμεσα, όπως δείχνει η εταιρική σχέση με τη Ρωσία.
Το ερώτημα είναι εάν μια τέτοια στρατηγική είναι επαρκής για να επιτύχει το Πεκίνο τις φιλοδοξίες του στην εξωτερική πολιτική. Οι ΗΠΑ σίγουρα επιδιώκουν τις εθνικές τους προτεραιότητες στις εξωτερικές τους υποθέσεις, μερικές φορές αδίστακτα, αλλά ήταν επίσης πρόθυμες να κάνουν θυσίες για να προωθήσουν την ατζέντα τους – για παράδειγμα, απορροφώντας το κόστος της άμυνας άλλων χωρών. Η Κίνα δεν απέφευγε πάντα μια τέτοια πρακτική. Σε ιστορικές περιόδους που η Κίνα ήταν η ασυναγώνιστη δύναμη στην Ανατολική Ασία, οι ηγεμόνες των αυτοκρατορικών δυναστειών συχνά ξόδευαν πολλά σε δώρα και βοήθεια σε ξένα κράτη και αξιωματούχους της περιοχής. Η επίδειξη γενναιοδωρίας σχεδιάστηκε για να στηρίξει το διπλωματικό σύστημα των δυναστειών. Οι σημερινοί Κινέζοι ηγέτες, ωστόσο, φαίνονται πολύ λιγότερο πρόθυμοι να θυσιάσουν τον πλούτο ή να κάνουν παραχωρήσεις για να επιτύχουν μεγαλύτερους στόχους. Άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, μπορεί να επιλέξουν να ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο, περιορίζοντας την ικανότητα του Πεκίνου να ασκήσει την επιρροή του σε έναν παγκόσμιο αγώνα με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Παρόλα αυτά, η σχέση Κίνας – Ρωσίας θα μπορούσε να παραμείνει επικίνδυνη για τις ΗΠΑ. Όποιες και αν είναι οι διαφορές ή τα σημεία δυσπιστίας που μπορεί να έχουν, το Πεκίνο και η Μόσχα εξακολουθούν να μοιράζονται έναν στόχο αλλαγής της παγκόσμιας τάξης και θα συνεχίσουν να το επιδιώκουν, εντός των περιορισμών των σχέσεών τους. «Δεν πρόκειται για συμμαχία», λέει ο Yun Sun, διευθυντής του προγράμματος για την Κίνα στο Stimson Center. «Η λέξη εταίροι είναι μια λέξη πολύ εξειδικευμένη όσον αφορά το τι θα κάνει η κάθε πλευρά για την άλλη». Συνεχίζει λέγοντας ότι «οι Κινέζοι ηγέτες, βλέπουν τη Ρωσία ως χρήσιμο εταίρο – ή χρήσιμο εργαλείο – στην αντιμετώπιση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό δεν έχει αλλάξει και δεν πρόκειται να αλλάξει».
Πηγή: The Atlantic