«Τουλάχιστον ένας από αυτούς που σκοτώθηκαν, ο Φουρκάν Ντογάν, πυροβολήθηκε από κοντά. Ο Ντογάν τραυματίστηκε στο πρόσωπο, στο πίσω μέρος του κρανίου, στην πλάτη και στο αριστερό πόδι. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως βρισκόταν ήδη στο έδαφος, όταν δέχθηκε τη μοιραία βολή».

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την επίθεση του Ισραήλ εναντίον του τουρκικού πλοίου «Μαβί Μαρμαρά», πριν από έναν χρόνο. Η τετραμελής επιτροπή, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας, Σερ Τζέφρι Πάλμερ, μοιάζει σύμφωνα με τα παραπάνω λόγια, να υπονοεί χωρίς αμφιβολία μια εν ψυχρώ εκτέλεση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντογάν ουδεμία σχέση είχε με την πολιτική και βρισκόταν στο συγκεκριμένο πλοίο, έχοντας κερδίσει έναν διαγωνισμό. Επίσης, δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη που να δημιουργεί υποψίες ότι υπήρχαν φονικά όπλα, είτε στην κατοχή του Ντογάν είτε οποιουδήποτε άλλου από τους νεκρούς.

Ανώτατοι Τούρκοι αξιωματούχοι είπαν στον Ρότζερ Κοέν των «New York Times» ότι ο Ερντογάν συζήτησε την περίπτωση του Ντογάν με τον πρόεδρο Ομπάμα. Κανείς Αμερικανός πρόεδρος όμως, και ασφαλώς κανείς πρόεδρος που υπηρετεί την πρώτη του θητεία, δεν θα τολμούσε να δηλώσει αυτό που είπε χωρίς περιστροφές ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον.

«Η ισραηλινή επίθεση στο στολίσκο της Γάζας ήταν απολύτως απαράδεκτη» δήλωσε ο κ. Κάμερον. Ακόμη κι όταν χάνεται η ζωή ενός Αμερικανού πολίτη, μια τέτοια δήλωση θεωρείται μάλλον αδιανόητη για έναν πρόεδρο των Η.Π.Α..

Η έκθεση Πάλμερ συνάντησε αντιδράσεις τόσο από την τουρκική όσο και από την ισραηλινή πλευρά. Ο Αμερικανός αρθρογράφος ερμηνεύει το συμπέρασμά της ως εξής, «Το Ισραήλ είχε δικαίωμα να αντιδράσει, αλλά η αντίδρασή του ήταν υπερβολική και βλακώδης».

Η έκθεση χαρακτηρίζει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας νόμιμο και θεμιτό, με δεδομένη τη συστηματική εκτόξευση χιλιάδων πυραύλων από τη Χαμάς προς το Ισραήλ. Τονίζει, δε, ότι η προσπάθεια του στολίσκου να σπάσει τον αποκλεισμό ήταν απερίσκεπτη και ότι οι Ισραηλινοί καταδρομείς συνάντησαν οργανωμένη και βίαιη αντίσταση.

Σημειώνει όμως, επίσης, ότι η επιδρομή ήταν μια υπερβολικά βίαιη αντίδραση, δεδομένου ότι το «Μαβί Μαρμαρά» βρισκόταν 72 ολόκληρα ναυτικά μίλια από τη στεριά.

Ο στολίσκος δεν συνιστούσε σε καμία των περιπτώσεων μια άμεση στρατιωτική απειλή για το Ισραήλ. Θα έπρεπε να έχουν υπάρξει σαφείς προειδοποιήσεις πριν από τη λήψη της οποιασδήποτε δράσης. Επιπλέον, το Ισραήλ «δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις για τους εννιά θανάτους και για την έκταση της βίας που χρησιμοποιήθηκε».

Εν κατακλείδι, η επιτροπή πιστεύει ότι το Ισραήλ θα έπρεπε τόσο να εκφράσει τη λύπη του για το γεγονός όσο και να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων. Όπως είναι γνωστό, το Ισραήλ αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια κίνηση.

Ο Φεριντούν Σινιρλίογλου, ανώτατος αξιωματούχος του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, έχει συναντηθεί με πολλούς Ισραηλινούς συναδέλφους του κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχει κανένα αποτέλεσμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως, οι δύο πλευρές έδειξαν να φτάνουν κοντά στη συμφωνία.

Ο Εχούντ Μπαράκ και ο Νταν Μεριντόρ, υπουργοί Αμύνης και Πληροφοριών αντίστοιχα, του Ισραήλ, φάνηκαν θετικοί απέναντι στο ενδεχόμενο της απολογίας. Σύμφωνα όμως με τους «New York Times», ο υπουργός Εξωτερικών, Άβιγκντορ Λίμπερμαν, και η Ακροδεξιά ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι. Και εκ του αποτελέσματος, μάλλον επικράτησαν.

«Οι εσωτερικοί συσχετισμοί στον κυβερνητικό συνασπισμό επικράτησαν επί του στρατηγικού σχεδιασμού» επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Σλόμο Αβινέρι. «Και είναι κρίμα, γιατί με δεδομένες τις σχέσεις μας με τη νέα Αίγυπτο και την πρόθεση των Παλαιστινίων να προωθήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε στρατηγική σοφία».

Το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου θέματος που έχει δημιουργηθεί είναι να βρίσκεται το Ισραήλ στην καθ’ όλα άβολη θέση να χάνει έναν από τους στενότερους φίλους του μεταξύ των χωρών του μουσουλμανικού κόσμου, λόγω της άτεγκτης στάσης που έχει υιοθετήσει για το ζήτημα.

Επιμέλεια: Πέτρος Σιδερέας