Του Κώστα Μπετινάκη
Αν μιλήσουμε με στρατιωτικούς όρους η προώθηση στη Συρία και το Ιράκ από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Χαλιφάτου, θύμισε το «Μπλίτσκριγκ» (Blitzkrieg- πόλεμος-αστραπή) των γερμανικών «πάντσερ» στην αρχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η προσπάθεια του αμερικανού προέδρου να συγκεντρώσει ευρύτατη συμμαχία εναντίον των άλλοτε ενισχυόμενων ποικιλοτρόπως από τις ΗΠΑ, αποστατών της αλ-Κάιντα, όμως δεν συναντά μεγάλη προθυμία. Βασική αιτία η πολύπλοκη κατάσταση που επικρατεί στη Μέση Ανατολή.
Οι «τρύπες» στην πολιτική Ομπάμα εναντίον των τζιχαντιστών, αρχίζουν από την διακήρυξη ότι «δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν αμερικανοί στρατιώτες στη μάχη εναντίον του Χαλιφάτου.
Οι μόνοι που έχουν δώσει μεγάλες μάχες εναντίον των τζιχαντιστών, είναι οι Κούρδοι Πεσμεργκά. Οι οποίοι όμως έχουν ζητήσει να ενισχυθούν με απαραίτητο εξοπλισμό. Μια παράδοξη συμμαχία έχει συστρατευτεί στον αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Χαλιφάτου που συμπεριλαμβάνει Λιβανέζους Σιίτες μαχητές- Χεσμπολά εκπαιδευμένους από Ιρανούς.
Τα δισταχτικά αμερικανικά βήματα οφείλονται στους φόβους μήπως η κατάσταση ξεφύγει πάλι από τον έλεγχο της Ουάσιγκτον, όπως είχε συμβεί με την αλ-Κάιντα στο Αφγανιστάν και τώρα με τους πρώην «συμμάχους».
Έτσι σαν πρώτη λύση έχουν επιλεγεί οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί.
Ας δούμε όμως πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση διάφορες χώρες στην περιοχή:
Ιράν:Η περιφερειακή Σιιτική δύναμη βλέπει τους οπαδούς του Ισλαμικού Χαλιφάτου όχι μόνο ως αιρετικούς που θα πρέπει να θανατωθούν και να παραμείνουν τουλάχιστον 40 χιλιόμετρα μακριά από τα ιρανικά σύνορα. Κι αυτά παρά την αντίθεση της ηγεσίας της Τεχεράνης στις μεθόδους που εφαρμόζει η πλειοψηφία των κρατών της περιοχής στο συριακό εμφύλιο.
Με δεδομένη την αντίθεση του Ιράν στην πολιτική της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ που είχαν πρωτοστατήσει στην ενίσχυση των δυνάμεων που μάχονται για την ανατροπή του Άσαντ.
Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης δραστηριοποιούνται ως σύμβουλοι των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας. Ιρανοί πιλότοι έχουν πραγματοποιήσει αεροπορικές επιδρομές και φιλο-ιρανοί Σιίτες έχουν στρατολογηθεί στους κόλπους των ιρακινών δυνάμεων.
Ιράκ: Η ελπίδα ων ΗΠΑ είναι πως η νέα κυβέρνηση υπό τον Haider al-Abadi θα κατορθώσει να συσπειρώσει και τους Ιρακινούς Σουνίτες εναντίον των τζιχαντιστών, σε αντίθεση με την μονόπλευρη πολιτική υπέρ των Σιιτών της προηγούμενης διακυβέρνησης του Nouri Maliki.
Ο οποίος είχε ζητήσει την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ εναντίον των τζιχαντιστών, αλλά η Ουάσιγκτον καθυστέρησε όλο τον Ιούλιο και Αύγουστο, προκειμένου νε επιτύχει κυβερνητική αλλαγής τη Βαγδάτη. Έτσι προκλήθηκαν χιλιάδες θύματα στις τάξεις των ιρακινών μειονοτήτων όπως οι φυγάδες Γιαζίντι που παγιδεύτηκαν στο όρος Σιντζάρ.
Τώρα οι ΗΠΑ έχουν υποσχεθεί πως θα επανεξοπλίσουν και θα ενισχύσουν με νέους συμβούλους τον ιρακινό στρατό όσο και τους Κούρδους Πεσμεργκά αλλά και τους Σουνίτες φύλαρχους εναντίον των μαχητών του Χαλιφάτου.
Παραμένουν ερωτηματικά για το πώς θα συμπεριφερθεί ο αλ-Αμπαντί απέναντι στους Σιίτες μαχητές που έχουν κρατήσει τους τζιχαντιστές μακριά από τη Βαγδάτη και του οποίους έχουν κατηγορήσει ότι «δραστηριοποιήθηκαν πέραν των κυβερνητικών εντολών».
Συρία: Από την έναρξη της εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος Άσαντ το Μάρτιο του 2011, ο πρόεδρος της Συρίας είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει για την απειλή των ισλαμιστών εξτρεμιστών, όχι μόνο για τη Συρία, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή.
Αλλά οι δυτικοί οι Σαουδάραβες και τα Εμιράτα, που στήριζαν τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, άρχισαν να καταλαβαίνουν τι διακυβεύεται μετά την ενίσχυση των δυνάμεων –αρχικά- του μετώπου αλ-Νούσρα στη Συρία.
Έτσι οι αμερικανοί κυρίως με τη ρητορική τους στήριζαν τους «μετριοπαθείς Σύρους αντάρτες», στις πρώτες μάχες εναντίον των τζιχαντιστών.
Το πρόβλημα των αμερικανών, είναι η εξεύρεση συμμάχων λόγω της πολιτικής τους στη Συρία.
Ο αμερικανός στρατηγός Martin Dempsey είχε προειδοποιήσει πως το καίριο πλήγμα εναντίον των τζιχαντιστών θα έπρεπε να δοθεί μέσα στη Συρία. Αλλά αυτό απαιτούσε συνεργασία με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες και την πρόσφεραν χωρίς να γίνεται αποδεκτή από τη Δύση.
Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της θέλουν την ανατροπή του Άσαντ (λόγω της φιλορωσικής πολιτικής του και την ρωσική υποστήριξη που δέχεται) κι ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε ότι διέταξε αεροπορικές επιδρομές σε συριακό έδαφος παρά τα ερωτήματα για τη νομιμότητά τους αλλά και ότι αποτελούν έμμεση στήριξη στον Άσαντ.
Τουρκία: Η Άγκυρα ασμένως επιδιώκει την εξαφάνιση των τζιχαντιστών, που έχουν φτάσει κοντά στα τουρκικά σύνορα προκαλώντας κύματα Κούρδων προσφύγων προς την Τουρκία.
Ταυτόχρονα όμως δεν υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν που συσπειρώνει κράτη της Μέσης Ανατολής τα οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση με «κατάλληλα μέσα» να αντιταχθούν στο Ισλαμικό Χαλιφάτο. Αυτό μεν προκάλεσε δυσφορία στην Ουάσιγκτον, αλλά θεωρήθηκε αποφασιστικής σημασίας για την απελευθέρωση των 49 Τούρκων διπλωματικών υπαλλήλων που είχαν κρατηθεί όμηροι μετά την κατάληψη της Μοσούλης από το Χαλιφάτο.
Η Τουρκία έχει δεχθεί να χρησιμοποιηθούν οι ΝΑΤΟϊκές αεροπορικές βάσεις στο έδαφός της μόνο για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Έχει επίσης εκφράσει ανησυχία για την αποστολή όπλων στους Κούρδους Πεσμεργκά του Ιράκ, ενώ οι τούρκοι στρατιωτικοί επιδιώκουν να δημιουργηθεί «νεκρή ζώνη» βάθος χιλιομέτρων στα σύνορα με τη Συρία.
Σαουδική Αραβία: Περιφερειακή Σουνιτική δύναμη η Σ. Αραβία αποτελεί τον υποστηρικτή – κλειδί στις δραστηριότητες των επαναστατικών δυνάμεων εναντίον του Άσαντ, συμπεριλαμβανομένων και των εξτρεμιστικών δυνάμεων των ισλαμιστών. Παρ΄όλο που αποκρούει τις κατηγορίες ότι ήταν από τις χώρες που είχε στηρίξει τους τχζιχαντιστές, υπάρχουν στοιχεία πως πλούσιοι σαουδάραβες ήταν χορηγοί ομάδων σουνιτών και πλέον των 2.500 Σαουδάραβων είχαν συστρατευθεί στον ανταρτοπόλεμο για την ανατροπή του Άσαντ στη Συρία.
Τώρα η Σαουδική Αραβία έχει στείλει 30.000 χιλιάδες στρατό να υπερασπιστούν τα σύνορά της με το Ιράκ. Φοβούνται στο ριάντ μήπως οι τζιχαντιστές βρουν ευήκοα ώτα στη σουνιτική αυτή χώρα, για την ανατροπή του καθεστώτος του βασιλιά Αμπντάλα.
Έτσι τώρα οι Σαουδάραβες πρωτοστατούν στον πόλεμο εναντίον του χαλιφάτου. Αποδέχτηκαν μάλιστα να χορηγήσουν στις ΗΠΑ βάση για την εκπαίδευση Σύρων ανταρτών.
Ιορδανία: Από τους σταθερότερους συμμάχους των ΗΠΑ διαθέτει στρατό που θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί με τους τζιχαντιστές. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είναι από τους επόμενους στόχους του Χαλιφάτου, και ήδη έχουν οργανωθεί «ισλαμικοί πυρήνες» σε ιορδανικό έδαφος.
Ο Ιορδανός μονάρχης συμμετείχε στη ΝΑΤΟϊκή σύνοδο στην Ουαλία για την αντιμετώπιση του Χαλιφάτου.
Λίβανος: Μία από τις βαθειά διχασμένες χώρες λόγω της αναταραχής στη Συρία και της προέλασης του Χαλιφάτου, λόγω του κύματος των προσφύγων που δέχεται. Αλλά και περίπου δύο δεκάδες μέλη των λιβανικών δυνάμεων ασφαλείας έχουν απαχθεί από τους τζιχαντιστές, μόνο τον Αύγουστο.
Λιβανέζοι τζιχαντιστές είχαν επιτεθεί την μεθοριακή πόλη Αρσάλ με στόχο αστυνομικούς σταθμούς. Επίσης σειρά από βομβιστικές επιθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί στη Βηρυτό και άλλες μεγάλες λιβανικές πόλεις.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Ταμάμ Σαλάμ, έχει προειδοποιήσει ότι «η εξάπλωση του Χαλιφάτου αποτελεί μεγάλη απειλή στα πεπρωμένα μας». Ο Λίβανος, που αποτελεί πανσπερμία θρησκευτικών δογμάτων και πολιτικών παρατάξεων είναι πολύ δύσκολο να εφαρμόσει ενιαία πολιτική παραμερίζοντας τις ποικίλες αντιπαλότητές τους.
Αραβικά Εμιράτα: Έχουν προσφέρει τις αεροπορικές τους δυνάμεις να βομβαρδίσουν τους τζιχαντιστές, αντιμετωπίζοντας ήδη θρησκευτικά προβλήματα στο εσωτερικό από την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Πιστεύεται ότι οι πιλότοι των εμιράτων έχουν ήδη πάρει μέρος σε βομβαρδισμούς εναντίον παρεμφερών ισλαμικών ομάδων στη Λιβύη, χρησιμοποιώντας βάσεις στην Αίγυπτο.
Κατάρ: Αρνείται ότι έχει χρηματοδοτήσει το Χαλιφάτο. Ωστόσο τόσο μεμονωμένοι πλούσιοι πολίτες του, όσο και η κυβέρνηση έχει κάνει χορηγίες για να εξοπλίσει τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες στη Συρία. Η Ντόχα επίσης λέγεται πως έχει στενές σχέσεις με τους μαχητές της αλ-Νούσρα παρακλάδι της αλ-Κάιντα.