Η Δρ Ρουθ Γουεστχάιμερ, η πρόσχαρη, μικροκαμωμένη σεξολόγος που έγινε φιγούρα της ποπ κουλτούρας καθώς ενθάρρυνε τους Αμερικανούς να κάνουν σεξ συχνά, με ασφάλεια και με φαντασία, πέθανε σε ηλικία 96 ετών, σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post.

Η Γουεστχάιμερ πέθανε την Παρασκευή στο σπίτι της στο Μανχάταν, αναφέρει η εφημερίδα επικαλούμενη τον εκδότη της.

Η Δρ Ρουθ διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία όταν ήταν παιδί. Είχε πει ότι έμαθε για πρώτη φορά για το σεξ όταν ήταν 10 ετών και βρήκε σε ένα κλειδωμένο ντουλάπι το «εγχειρίδιο γάμου» των γονιών της. Όσα διάβασε σε εκείνες τις σελίδες την οδήγησαν χρόνια μετά σε μια καριέρα που περιλάμβανε διεθνή φήμη, βιβλία, εκπαιδευτικά βίντεο, διαλέξεις, μια ραδιοφωνική εκπομπή, αμέτρητες εμφανίσεις στην τηλεόραση, μια στήλη σε εφημερίδες, ακόμη και ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, το Good Sex.

Γνωστή παγκοσμίως μόνο με το μικρό της όνομα, η Δρ Ρουθ, μια γυναίκα με ύψος μόλις 1,40, χαρακτηριστική γερμανική προφορά και πάντα με καλή διάθεση, κήρυττε τη χαρά του καλού σεξ και, ιδίως, του ασφαλούς σεξ. Η γυναίκα που επρόκειτο να γίνει γκουρού του σεξ έχασε την παρθενιά της στα 17 της, μια έναστρη νύχτα, στον αχυρώνα ενός κιμπούτς. Αργότερα, στην αυτοβιογραφία της, το βιβλίο All in a lifetime που κυκλοφόρησε το 2001, έγραφε ότι όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, η πρώτη εμπειρία «μπορεί να είναι πολύ ευχάριστη». Καθώς υποστήριζε με θέρμη την αντισύλληψη, στο ίδιο βιβλίο επέκρινε τον εαυτό της επειδή εκείνες τις πρώτες φορές δεν πήρε μέτρα προφύλαξης. Απέφυγε επίσης να αποκαλύψει ποιος ήταν ο σύντροφός της, επειδή διατήρησε φιλικές σχέσεις μαζί του αλλά και τη σύζυγό του.

Η ίδια η Δρ Ρουθ ήταν προϊόν μιας απρογραμμάτιστης, εκτός γάμου εγκυμοσύνης. Η μητέρα της εργαζόταν ως οικονόμος στην οικογένεια του πατέρα της, στη Φραγκφούρτη, όταν έμεινε έγκυος. Το νεαρό ζευγάρι παντρεύτηκε στη συνέχεια και το παιδί τους, η Καρόλα Ρουθ Ζίγκελ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου 1928.

Ορφάνεψε στο Ολοκαύτωμα

Η Ρουθ ήταν 10 ετών όταν οι Ναζί πήραν τον πατέρα της από το σπίτι τους στη Φραγκφούρτη. Έξι εβδομάδες αργότερα, η μητέρα της την έστειλε σε ένα ορφανοτροφείο στην Ελβετία. Το 1941 σταμάτησε να λαμβάνει γράμματα από τους γονείς της και αργότερα έμαθε ότι είχαν σκοτωθεί στο Ολοκαύτωμα.

Στα 16 της μετανάστευσε στην τότε Παλαιστίνη και εντάχθηκε στη Χαγκάνα, μια εβραϊκή παραστρατιωτική οργάνωση. «Έμαθα να συναρμολογώ ένα όπλο στο σκοτάδι και εκπαιδεύτηκα ως ελεύθερη σκοπεύτρια, ώστε να μπορώ να πετυχαίνω το κέντρο του στόχου κάθε φορά», έγραψε σε ένα άρθρο γνώμης το 2010 στην εφημερίδα New York Times.

Στην πραγματικότητα, η Γουεστχάιμερ ουδέποτε δοκίμασε τις σκοπευτικές ικανότητές της εναντίον κάποιου εχθρού, όμως τραυματίστηκε σε μια βομβιστική επίθεση στην Ιερουσαλήμ. Παντρεύτηκε έναν Ισραηλινό στρατιώτη, μετακόμισαν στο Παρίσι και εκεί σπούδασε. Στη συνέχεια χώρισαν και εκείνη έφυγε για τη Νέα Υόρκη, παντρεύτηκε ξανά, απέκτησε μια κόρη και συνέχισε τις σπουδές της. Μετά και το δεύτερο διαζύγιο, παντρεύτηκε τον Μάνφρεντ Γουεστχάιμερ, έναν μηχανικό με τον οποίο γνωρίστηκαν το 1961, απέκτησαν έναν γιο και έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατο του Μάνφρεντ, το 1997.

Αφού απέκτησε διδακτορικό στον τομέα της εκπαίδευσης, η Γουεστχάιμερ ξεκίνησε να εργάζεται στην Planned Parenthood και τράβηξε την προσοχή ενός ραδιοφωνικού σταθμού με τις διαλέξεις της για την αντισύλληψη. Έτσι γεννήθηκε μια εβδομαδιαία, 15λεπτή, μεταμεσονύκτια εκπομπή, η Sexually Speaking, όπου δεχόταν ερωτήσεις από τους ακροατές και έδινε συμβουλές για όλα: τα προφυλακτικά, τον οργασμό, τη σεξουαλική δυσλειτουργία, θέματα πολύ ευαίσθητα εκείνη την εποχή. Πολύ γρήγορα απέκτησε πιστούς ακροατές, χάρη στην εμπειρία της αλλά και, όπως έλεγε η ίδια, στη φωνή και την προφορά της που της προσέδιδε αξιοπιστία.

Ήταν τακτική καλεσμένη σε δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές, μέχρι που απέκτησε το δικό της σόου.

«Είμαι μια Εβραία μητέρα. Μια Εβραία μητέρα που μιλάει απερίφραστα», είχε δηλώσει κάποτε στο περιοδικό People.

Εκτός από την αυτοβιογραφία της, έγραψε σχεδόν 40 βιβλία, όπως τα «Σεξ για αρχάριους», «Το σεξ μετά τα 50» και «Η Εγκυκλοπαίδεια του σεξ».