Ο ιστορικός ηγέτης της μαοϊκής ανταρτικής οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι, ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, έσπειρε τον τρόμο επί πολλά χρόνια στο Περού, όπου απέκτησε το προσωνύμιο «Πολ Ποτ των Άνδεων, λόγω των ωμοτήτων που διέπραττε το κίνημά του.
Ο 86χρνος Γκουσμάν συνελήφθη το 1992 και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης μετά τις καταδίκες του, το 2006 και το 2018. Είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο στις 20 Ιουλίου και σήμερα πέθανε «αφού επιδεινώθηκε η υγεία του» στη φυλακή υψίστης ασφαλείας της ναυτικής βάσης του Καλάο, κοντά στη Λίμα.
Ο Γκουσμάν και οι υπαρχηγοί του συνελήφθησαν στη Λίμα το 1992, επί προεδρίας του Αλμπέρτο Φουχιμόρι (1990-2000), ο οποίος είχε εξαπολύσει σκληρή επίθεση στο κίνημα. Ο φιλόσοφος και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου ήταν ο άνθρωπος που προκάλεσε έναν από τους αιματηρότερους εμφυλίους στη Λατινική Αμερική, έναν πόλεμο που συγκλόνισε το Περού για σχεδόν μια εικοσαετία.
Το 2003 η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης (CVR) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί ή οι αγνοούμενοι από τις συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των ανταρτών του Φωτεινού Μονοπατιού και του Επαναστατικού Κινήματος Τουπάκ Αμάρου (γκεβαριστές) ανέρχονται σε περίπου 70.000.
Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν σφυρηλάτησε την εικόνα ενός σκληρού και αδυσώπητου επαναστάτη. Οι εκτελέσεις των χωρικών και οι πυρπολήσεις χωριών που αρνούνταν να στηρίξουν τους αντάρτες του χάρισαν το προσωνύμιο «Πολ Ποτ», αφού πολλοί τον συνέκριναν με τον ηγέτη των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης.
Μεταξύ των αιματηρότερων επιθέσεών: η δολοφονία, το 1984, 117 χωρικών στο Σόρας, στην περιοχή του Αγιακούτσο και η έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου, το 1992, σε μια συνοικία της Λίμας, όπου σκοτώθηκαν 25 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 150.
Ο Γκουσμάν γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1934 στο Μογιέντο, στο νότιο Περού. Στις αρχές της δεκαετίες του 1960 εγκατέλειψε την έδρα του στο Πανεπιστήμιο Σαν Κριστόμπαλ δε Ουαμάνγκα, στο Αγιακούτσο, μια από τις φτωχότερες περιοχές του Περού, για να αφοσιωθεί στην «επανάσταση». Λίγα χρόνια αργότερα ίδρυσε το μαοϊκών τάσεων Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού-Φωτεινό Μονοπάτι, αποστολή του οποίου ήταν «να οικοδομήσει τον κομμουνισμό ακολουθώντας το φωτεινό μονοπάτι του Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι», του ιδρυτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Περού.
Ο ίδιος αυτοαποκαλείτο «Πούκα Ιντι» («κόκκινος ήλιος» στη γλώσσα κέτσουα) και καλλιεργούσε τη λατρεία στο πρόσωπό του μεταξύ των υποστηρικτών του κινήματός του.
Το κίνημά του βρήκε πρόσφορο έδαφος στους ιθαγενείς, τους «ξεχασμένους» της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1969 και τους σπουδαστές που αποφοιτούσαν από το πανεπιστήμιο λαμβάνοντας ένα άχρηστο πτυχίο, λόγω των φυλετικών και γλωσσικών διακρίσεων.
Στη δίκη του, το 2006, παρουσιάστηκε ωστόσο μια πολύ διαφορετική εικόνα του. Ο υπαρχηγός του, Όσκαρ Ραμίρες, έκανε τότε λόγο για έναν «δειλό, αλκοολικό και μεμψίμοιρο» άνθρωπο, ανίκανο να πατήσει τη σκανδάλη ενός όπλου.
Η «πολιτιστική επανάσταση» του Μάο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενίσχυσε τη βούλησή του να εγκαθιδρύσει ένα παρόμοιο σύστημα στο Περού. Το 1979 πέρασε στην παρανομία, με σκοπό να φέρει την επανάσταση από την ύπαιθρο στις πόλεις και να ανατρέψει την κυβέρνηση μέσω ένοπλου αγώνα. Στις 17 Μαΐου 1980 το Φωτεινό Μονοπάτι ξεκίνησε τον ανταρτοπόλεμο, με μια συμβολική ενέργεια: έκαψε τις κάλπες σε ένα χωριό των Άνδεων, την παραμονή των πρώτων εκλογών που θα διεξάγονταν στη χώρα έπειτα από 12 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας.
Οι αντάρτες, που ήταν πολύ καλά οργανωμένοι, αρχικά βρήκαν στήριξη στους χωρικούς, στους οποίους διένεμαν γη. Όμως η κατάσταση εκφυλίστηκε, με τις δολοφονίες χωρικών και αρχηγών τοπικών κοινοτήτων. Η μαοϊκή οργάνωση γινόταν ολοένα και πιο ολοκληρωτική, καθώς δεν δίσταζε να στρατολογεί ακόμη και μικρά παιδιά ή να καλλιεργεί κόκα και να σφαγιάζει τους λιποτάκτες.
Ο στρατός που κινητοποιήθηκε από το 1982 για να τους πολεμήσει, κατηγορήθηκε επίσης για εγκλήματα εναντίον των αμάχων πολιτών.
Μετά τη σύλληψη του Γκουσμάν το 1992 στα προάστια της Λίμας –και την παρουσίασή του στον Τύπο μέσα σε ένα κλουβί– η δράση του Φωτεινού Μονοπατιού περιορίστηκε σημαντικά.
Το 2010 ο Γκουσμάν παντρεύτηκε μέσα στη φυλακή την Ελένα Ιπαραγκίρε, την υπαρχηγό του, που είχε συλληφθεί μαζί του και καταδικάστηκε επίσης σε ισόβια κάθειρξη.