Η φράση που ακούμε συχνά «δεν κάνει ζέστη, έχει υγρασία» θα ακούγεται πλέον όλο και συχνότερα και θα αφορά περισσότερα μέρη του κόσμου εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ενώ ο αντίκτυπος από το φαινόμενο θα γίνει αισθητός σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, ξεκινώντας από πόλεις των νότιων ΗΠΑ, όπως το Μαϊάμι, στην Ατλάντα, αλλά και στην Ουάσινγκτον και ακόμη και σε πόλεις στις βόρειες ΗΠΑ όπως η Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Σιάτλ.

«Καθώς θα αυξάνεται η θερμοκρασία, προς το τέλος του αιώνα, ακόμη και μία δραστηριότητα στη σκιά σε εξωτερικό χώρο που θα διαρκεί λιγότερο από μία ώρα θα μπορεί να προκαλέσει σε έναν άνθρωπο με στοιχειωδώς καλή φυσική κατάσταση ηλίαση από τη ζέστη», εξηγεί ο κλιματολόγος Ρόμπερτ Κοπ του πανεπιστημίου Rutgers, επικεφαλής σχετικής επιστημονικής έκθεσης.

«Αυτό είναι κάτι που σήμερα δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο», προσθέτει ο ίδιος.

Η δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη προκύπτει από την έκθεση που τιτλοφορείται «Risky Business» με θέμα τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα κι ανέλυσε τον συνδυασμό του φαινομένου ζέστης-υγρασίας.

Η ανάλυση επεκτείνεται, σε σχέση με άλλες έρευνες που έχουν επικεντρωθεί στην αύξηση της θερμοκρασίας, στην επίδραση της ζέστης και της υγρασίας στον ανθρώπινο οργανισμό καθώς και στο πως και που θα αυξηθούν κατά πάσα πιθανότητα τα επίπεδα υγρασίας με την κλιματική αλλαγή.

Η δυνατότητα του ανθρώπινου οργανισμού να δροσίζεται όταν κάνει ζέστη εξαρτάται από την εξάτμιση του ιδρώτα. Αυτό κρατάει τη θερμοκρασία του σώματος κάτω από τους 35 βαθμούς Κελσίου.

Πάνω από αυτό το όριο, η εσωτερική θερμοκρασία σώματος ξεπερνά τους 37 βαθμούς Κελσίου. Όμως στην περίπτωση που και το ποσοστό της υγρασίας είναι επίσης υψηλό, ο ιδρώτας δεν εξατμίζεται και η εσωτερική θερμοκρασία του σώματος μπορεί να αυξηθεί μέχρι ο άνθρωπος να καταρρεύσει από ηλίαση.

«Αν έχει υγρασία δεν μπορείς να ιδρώσεις και αν δεν μπορείς να ιδρώσεις δεν μπορείς να διατηρήσεις την εσωτερική θερμοκρασία σώματος στη ζέστη και πεθαίνεις», εξηγεί ο δρ. Αλ Σόμερ, επίτιμος κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας Bloomberg στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins και συγγραφέας ενός κεφαλαίου της έκθεσης που αφορά τις επιδράσεις αυτού του φαινομένου στην υγεία.

Η υψηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία σε συνδυασμό με υψηλό ποσοστό υγρασίας ήταν το 1995 στο Άπλετον του Ουινσκόνσιν των ΗΠΑ όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήταν 38,3 βαθμοί Κελσίου.

Ενώ οι Άνω Μεσοδυτικές πολιτείες δεν χαρακτηρίζονται από τροπικές συνθήκες, η κλιματική έρευνα δείχνει ότι η περιοχή θα βρεθεί αντιμέτωπη με περισσότερη ζέστη και περισσότερη υγρασία σε σχέση με περιοχές σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη.

Ως εκ τούτου, οι φονικότεροι συνδυασμοί ζέστης-υγρασίας αναμένεται να επικεντρωθούν γύρω από τη συγκεκριμένη περιοχή φθάνοντας μέχρι και τις ανατολικές ακτές και τα νησιά κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής του Ειρηνικού.

Η έκθεση συμπεραίνει ότι αν η κλιματική αλλαγή συνεχιστεί με αυτό τον ρυθμό, οι κάτοικοι των μεσοδυτικών ΗΠΑ μπορεί να βιώνουν δύο μέρες κάθε χρόνο αργότερα μέσα στον αιώνα μας το φαινόμενο που οι μετεωρολόγοι αποκαλούν «θερμοκρασία υγρού βολβού», δηλαδή ακραίους συνδυασμούς υψηλής θερμοκρασίας και υψηλών επιπέδων υγρασίας.

«Θα είναι πρακτικά αδύνατο για κάποιον να βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο, ακόμη και για εκείνους που ασχολούνται με κατασκευαστικά έργα ή με τη γεωργία, αλλά και για λόγους ψυχαγωγίας», επισημαίνει ο κλιματολόγος Μάικλ Οπενχάιμερ του πανεπιστημίου Princeton.

Ακόμη και χωρίς τη φονική υγρασία, τα κύματα θερμότητας αναμένεται να έχουν όλο και περισσότερα θύματα.

Οι νοτιοανατολικές περιοχές αναμένεται να περνούν επιπλέον 17 με 52 υπερβολικά ζεστές ημέρες τον χρόνο μέχρι τα μέσα του αιώνα και επιπλέον 48 με 130 μέχρι το 2100.

Αυτό θα αποδειχτεί μοιραίο για χιλιάδες ανθρώπους: Η έκθεση «Risky Business» προβλέπει επιπλέον 15 με 21 θανάτους ανά 100.000 άτομα κάθε χρόνο από την ζέστη ή 11.000 ως 36.000 επιπλέον θανάτους με τα σημερινά πληθυσμιακά επίπεδα.