Περισσότερες από 83.000.000 ευκαιρίες απασχόλησης, εκ των οποίων όμως μόνο οι 8.000.000 θα αφορούν σε εντελώς νέες θέσεις εργασίας, υπολογίζεται ότι θα είναι διαθέσιμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην περίοδο μέχρι το 2020, όπως επισημαίνουν στην τελευταία έκθεσή τους οι αναλυτές του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (cedefop), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Συγκεκριμένα, 75.000.000 θέσεις εκτιμάται ότι θα προκύψουν λόγω αντικατάστασης εργαζομένων («replacement demand»), που συνταξιοδοτούνται ή αποχωρούν από την αγορά εργασίας. Μόνον οι 8.000.000 θα οφείλονται, όπως προαναφέρθηκε, σε επέκταση της ζήτησης για εργαζομένους («expansion demand»), δηλαδή σε πραγματική αύξηση απασχόλησης με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η τελευταία πρόβλεψη του cedefop, με τίτλο «Skill Demand and Supply Forecast for the European Union for 2010-2011», τα κυριότερα σημεία της οποίας έχει στη διάθεσή του το ΑΜΠΕ, διατυπώνεται με βάση την υπόθεση ότι τα προβλήματα στην ευρωζώνη δεν θα οδηγήσουν τελικά σε μια νέα κρίση. Επίσης, ότι η ανάκαμψη με μέτριους ρυθμούς, που αναμένεται στην ΕΕ, θα οδηγήσει σε ανάπτυξη της απασχόλησης στα κράτη-μέλη, αλλά σε διαφορετικό βαθμό ανά χώρα. Η πρόβλεψη καλύπτει τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, συν τη Νορβηγία και την Ελβετία.
H ΕΕ «έχασε» 5,5 εκατ. θέσεις εργασίας λόγω της ύφεσης το 2008-2010
Πάντως, όπως υπενθυμίζει το cedefop, μεταξύ 2008 και 2010, λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης, η Ευρώπη έχασε περίπου 5.500.000 θέσεις εργασίας… Τα χρόνια που έπονται όμως, καθοδόν προς το 2020, φαίνεται ότι θα χαρακτηριστούν από δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σε ποιους τομείς θα δημιουργηθούν αυτές;
«Αν και τυχόν περαιτέρω οικονομικά προβλήματα θα επηρεάσουν τον προβλεπόμενο αριθμό ευκαιριών για εργασία, ωστόσο εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν οι κυρίαρχες τάσεις, που περιλαμβάνουν στροφή σε θέσεις εργασίας εντάσεως επαγγελματικών προσόντων («skill- intensive jobs») και προβλέπουν μεγαλύτερη ζήτηση στον κλάδο ων υπηρεσιών», επισημαίνεται στην έκθεση.
Το cedefop σημειώνει ακόμη ότι, ενώ η ζήτηση για υψηλότερες επαγγελματικές δεξιότητες εξακολουθεί να αυξάνεται στην Ευρώπη, ωστόσο η κρίση έχει καθυστερήσει/επιβραδύνει τη άμεση ζήτηση, με αποτέλεσμα πολλοί εργαζόμενοι να αναγκάζονται να εργαστούν σε πόστα που απαιτούν χαμηλότερα προσόντα από τα δικά τους και να δημιουργείται αναντιστοιχία στην αγορά εργασίας.
Παρουσιάζοντας σήμερα τα ευρήματα της μελέτης στην Ευρωπαϊκή και Κοινωνική Επιτροπή, ο εκτελών χρέη διευθυντή του cedefop, Christian Lettmayr, δήλωσε: «Οι ανησυχίες για πιθανές αναντιστοιχίες [στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας] δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από το να αναζητούν [αποκτούν] υψηλότερες δεξιότητες. Το υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό είναι ένας βασικός -αν όχι ο βασικότερος- παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης».
Κι ενώ οι αναντιστοιχίες μεταξύ των προσόντων των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας, στις οποίες τελικά εργάζονται, τούς επηρεάζουν αρνητικά, εξακολουθούν να υπάρχον κλάδοι στους οποίους επιχειρήσεις και φορείς αδυνατούν αν βρουν αρκετούς ανθρώπους με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Για παράδειγμα, πολλοί λίγοι [σε σχέση με τις ανάγκες] άνθρωποι σπουδάζουν τεχνολογίες, μαθηματικά και μηχανική, πεδία τα οποία θα εξακολουθήσουν να έχουν ζήτηση.
Αντίθετα, μείωση της ζήτησης αναμένεται στα παραδοσιακά χειρονακτικά επαγγέλματα και τις δουλειές «ρουτίνας», καθώς και σε αρκετά επαγγέλματα χαμηλών προσόντων, χωρίς βέβαια τίποτα να είναι απόλυτο.
«Οι υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας για παράδειγμα, που θεωρούνται χαμηλών προσόντων, δεν είναι ρουτίνας και η ζήτηση για αυτές θα εξακολουθήσει να αυξάνεται», παρατηρεί η Αλένα Ζουκερσταΐνοβα (Alena Zukersteinova), στέλεχος της αρμόδιας ομάδας του cedefop.
Και φυσικά, πάντα υπάρχει ο παράγοντας της αβεβαιότητας στην πορεία της αγοράς εργασίας, λόγω παραγόντων, όπως οι οικονομικές εξελίξεις. Για παράδειγμα, «οι υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, του κλάδου της υγείας και των τεχνολογιών πληροφορικής, αναμένεται ακόμη να παρουσιάσουν από τους σημαντικότερους ρυθμούς ανάπτυξης απασχόλησης στα έτη μέχρι το 2020, αλλά ελαφρώς βραδύτερους [σε σχέση με τους αρχικά προβλεπόμενους], εν μέρει εξαιτίας των μέτρων λιτότητας και των περικοπών στις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες και επενδύσεις», σημειώνει το cedefop.
Επιμέλεια:Xρήστος Μαζάνης