Πέθανε ο πρίγκιπας Φίλιππος σε ηλικία 99 ετών. Υπενθυμίζεται ότι στις 16 Φεβρουαρίου ο πρίγκιπας Φίλιππος είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο του Λονδίνου μετά από αδιαθεσία που είχε νιώσει, ενώ είχε υποβληθεί και σε επέμβαση καρδιάς.
Ο Φίλιππος γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου 1921 στην έπαυλη Μον Ρεπό της Κέρκυρας της Ελλάδας. Είναι ο μόνος γιος και το πέμπτο παιδί του Ανδρέα της Ελλάδας και της Αλίκης του Μπάττενμπεργκ. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές του Φίλιππου ήταν η Μαργαρίτα, η Θεοδώρα, η Καικιλία και η Σοφία. Βαπτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος με αναδόχους τη γιαγιά του Όλγα της Ελλάδας και τον δήμαρχο της Κέρκυρας Αλέξανδρο Κοκοτό.
Σύντομα, μετά από τη γέννηση του Φιλίππου, ο μητρικός παππούς του, Λουδοβίκος του Μπάττενμπεργκ, μετέπειτα γνωστός ως Λούις Μαουντμπάτεν, Μαρκήσιος του Μίλφορντ Χέιβεν, πέθανε στο Λονδίνο. Ο Λουδοβίκος ήταν πολιτογραφημένος ως Βρετανός υπήκοος, ο οποίος είχε αρνηθεί τους γερμανικούς τίτλους του και είχε υιοθετήσει το επώνυμο Μαουντμπάτεν, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Φίλιππος και η μητέρα του μετέβησαν στο Λονδίνο για την κηδεία, όμως ο πατέρας του Ανδρέας δεν παρέστη, βρισκόμενος στο μικρασιατικό μέτωπο. Ο πόλεμος τερματίστηκε με την ήττα της Ελλάδας και, στις 21 Σεπτεμβρίου 1922, ο θείος του Φιλίππου, Κωνσταντίνος Α΄, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον θρόνο, ενώ ο πατέρας του συνελήφθη από το στρατιωτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποφασίστηκε η εξορία του πρίγκιπα Ανδρέα από την Ελλάδα.
Το βρετανικό πολεμικό πλοίο HMS Calypso παρέλαβε την οικογένεια του Ανδρέα, με τον Φίλιππο να μεταφέρεται με ασφάλεια μέσα από ένα αυτοσχέδιο κρεβατάκι φτιαγμένο από κουτιά φρούτων.
Αρχικά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ένα σπίτι που τους παραχωρήθηκε από την πλούσια θεία του Φιλίππου, Μαρία. Επειδή έφυγε από την Ελλάδα στη βρεφική του ηλικία, δεν απέκτησε καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Η εκπαίδευσή του
Ο Φίλιππος εκπαιδεύτηκε αρχικά σε ένα αμερικανικό σχολείο στο Παρίσι, που βρισκόταν υπό τη διεύθυνση του Ντόναλντ Μακτζάνετ, ο οποίος περιέγραψε τον Φίλιππο ως «τραχύ, άγριο αγόρι, αλλά πάντα εξαιρετικά ευγενικό». Το 1928 εστάλη στο Ηνωμένο Βασίλειο για να ενταχθεί στο Σχολείο Τσιμ, μένοντας μαζί με τη γιαγιά του Βικτωρία της Έσσης-Ντάρμσταντ στο Παλάτι του Κένσινγκτον και τον θείο του Τζορτζ Μαουντμπάτεν στο Μπρέι του Μπέρκσαϊρ. Τα επόμενα τρία χρόνια, οι τέσσερις αδελφές του παντρεύτηκαν Γερμανούς ευγενείς και μετακόμισαν στη Γερμανία, η μητέρα του τοποθετήθηκε σε άσυλο, καθώς είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια, και ο πατέρας του μετακόμισε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μόντε Κάρλο. Οι επαφές του με τη μητέρα του ήταν ελάχιστες για τα επόμενα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Το 1933 εστάλη στο σχολείο του Κάστρου του Ζάλεμ στη Γερμανία, στο οποίο φοίτησε δωρεάν καθώς ήταν ιδιοκτησία του γαμπρού του Μπερτόλδου της Βάδης. Μετά από δύο χρόνια στο Ζάλεμ, ο Φίλιππος μετακόμισε στο σχολείο Γκόρντονστουν της Σκωτίας. Το 1937, η αδελφή του Καικιλία, ο σύζυγός της και τα δύο τους παιδιά σκοτώθηκαν σε αεροπορική τραγωδία, κοντά στην Οστένδη. Ο δεκαεξάχρονος τότε Φίλιππος παρευρέθηκε στην κηδεία τους στο Ντάρμστατ. Το επόμενο έτος απεβίωσε και ο θείος του Τζορτζ Μαουντμπάτεν από καρκίνο στο μυελό των οστών.
Στρατιωτική καριέρα
Μετά την αποφοίτησή του από το Γκόρντονστουν, το 1939, ο πρίγκιπας Φίλιππος κατατάχθηκε στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό και αποφοίτησε ένα έτος αργότερα από το Βασιλικό Ναυτικό Κολέγιο Μπριτάνια ως ο καλύτερος δόκιμος της σειράς του. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε να υπηρετεί στις βρετανικές δυνάμεις, τη στιγμή που δύο από τους γαμπρούς του, ο Χριστόφορος της Έσσης και ο μαρκήσιος Μπερτόλδος της Βάδης, πολεμούσαν στο πλευρό των Δυνάμεων του Άξονα. Ο Φίλιππος πέρασε τέσσερις μήνες στο θωρηκτό HMS Ramillies, το οποίο προστάτευε κομβόι πλοίων του Αυστραλιανού Εκστρατευτικού Σώματος στον Ινδικό Ωκεανό, και υπηρέτησε για μικρότερα διαστήματα στα πλοία HMS Kent και HMS Shropshire. Μετά το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στάλθηκε στο θωρηκτό HMS Valiant για την ενίσχυση του Βρετανικού Μεσογειακού Στόλου.
Ο Φίλιππος συμμετείχε στη Μάχη της Κρήτης και, κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας του Ταινάρου, βρισκόταν στον έλεγχο των προβολέων του θωρηκτού. Για τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις αυτές τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με τον Ελληνικό Πολεμικό Σταυρό. Σημαντική πράξη του θεωρείται η τροφοδότηση των λεβήτων του πλοίου μεταφοράς στρατευμάτων RMS Empress of Russia.
Έπειτα από μια σειρά μαθημάτων στο Πόρτσμουθ, προήχθη στον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου, όπου αναδείχθηκε και πάλι ως ο καλύτερος μαθητής στα πέντε τμήματα εξετάσεων της σχολής. Τον Ιούνιο του 1942 τοποθετήθηκε στο αντιτορπιλικό HMS Wallace, το οποίο εκτελούσε συνοδείες σε πλοία που έπλεαν στις ανατολικές ακτές της Βρετανίας, καθώς και στη συμμαχική απόβαση στη Σικελία.
Στις 16 Ιουλίου 1942, σε ηλικία 21 ετών, ονομάστηκε υποπλοίαρχος, έναν βαθμό που έφεραν ελάχιστοι νέοι της ηλικίας του. Κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Σικελία, τον Ιούλιο του 1943, όντας δεύτερος σε ιεραρχία στο HMS Wallace, έσωσε το πλοίο του από έναν νυχτερινό βομβαρδισμό, καθώς είχε την ιδέα να τοποθετήσουν μια λέμβο με καπνογόνα στη θάλασσα, η οποία αποσυντόνισε τα βομβαρδιστικά επιτρέποντας στο αντιτορπιλικό να ξεφύγει. Το 1944 μετακινήθηκε στο νέο αντιτορπιλικό HMS Whelp, όπου υπηρετούσε στο Βρετανικό Στόλο του Ειρηνικού. Ήταν παρών στον Κόλπο του Τόκιο, όταν υπεγράφη η ιαπωνική παράδοση, στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Τον Ιανουάριο του 1946 επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ανέλαβε καθήκοντα εκπαιδευτή στη βάση του ναυτικού HMS Royal Arthur, η οποία χρησίμευε ως σχολή υπαξιωματικών.
Ο γάμος με την Ελισάβετ
Το 1939, ο Γεώργιος ΣΤ΄ και η σύζυγός του Ελισάβετ επισκέφθηκαν το Βασιλικό Ναυτικό Κολέγιο Μπριτάνια. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η βασίλισσα και ο θείος του Φιλίππου, Λουδοβίκος, ζήτησαν από εκείνον να συνοδεύσει τις δύο κόρες του βασιλιά, την Ελισάβετ και την Μαργαρίτα, οι οποίες ήταν μακρινές ξαδέλφες του. Η Ελισάβετ, δεκατριών ετών τότε, ερωτεύθηκε τον Φίλιππο και ξεκίνησε να αλληλογραφεί μαζί του. Τελικά, το καλοκαίρι του 1946, ο Φίλιππος ζήτησε και πήρε την άδεια από το Γεώργιο προκειμένου να παντρευτεί την κόρη του. Ο βασιλιάς ενέκρινε το αίτημα υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε επίσημη δέσμευση έπρεπε να καθυστερήσει μέχρι τα εικοστά γενέθλια της Ελισάβετ. Τον Μάρτιο του 1947, ο Φίλιππος εγκατέλειψε τους ελληνικούς και δανικούς βασιλικούς του τίτλους και υιοθέτησε το επώνυμο της οικογένειας της μητέρας του, Μαουντμπάττεν, ενώ απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα. Ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε επίσημα στις 10 Ιουλίου 1947. Αν και ο Φίλιππος θεωρούταν πάντοτε Αγγλικανός και συμμετείχε στις αγγλικανικές λειτουργίες, ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Τζέφρυ Φίσερ ήθελε να τοποθετήσει επίσημα τον Φίλιππο στην Εκκλησία της Αγγλίας, κάτι που το πέτυχε τον Οκτώβριο του 1947. Μία ημέρα πριν από το γάμο ο βασιλιάς Γεώργιος έδωσε στον Φίλιππο τον τίτλο προσφώνησης Βασιλική Υψηλότητα και την ημέρα του γάμου, στις 20 Νοεμβρίου 1947, τον ονόμασε Δούκα του Εδιμβούργου, Κόμη του Μέριονεθ και Βαρώνο Γκρίνουιτς. Ο Φίλιππος και η Ελισάβετ παντρεύτηκαν στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ, με την τελετή να μεταδίδεται τηλεοπτικά από το BBC σε πάνω από 200 εκατομμύρια ανθρώπους. Στο γάμο δεν προσκλήθηκαν συγγενείς του Φιλίππου από τη Γερμανία, όπως οι τρεις εν ζωή αδελφές του, καθώς ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τον πόλεμο. Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Κλάρενς Χάουζ.
Μετά το μήνα του μέλιτος, ο Φίλιππος επέστρεψε στο ναυτικό, υπηρετώντας αρχικά σε θέση γραφείου στο Ναυαρχείο και αργότερα ως εκπαιδευτής του Βασιλικού Ναυτικού Κολεγίου του Γκρίνουιτς. Από το 1949 βρισκόταν στη Μάλτα, όπου διέμενε στη Βίλα Γκουαρνταμαντζιά, καθώς στο νησί βρισκόταν το θωρηκτό HMS Chequers, στο οποίο είχε τοποθετηθεί να υπηρετήσει. Στις 16 Ιουλίου 1950 πήρε το βαθμό του Πλωτάρχη και ανέλαβε τη διοίκηση του HMS Magpie. Δύο έτη αργότερα προήχθη στο βαθμό του αντιπλοιάρχου, αν και η ενεργή υπηρεσία του στο βασιλικό ναυτικό τερματίστηκε τον Ιούλιο του 1951.
Με την υγεία του βασιλιά Γεωργίου να επιδεινώνεται, η Ελισάβετ και ο Φίλιππος διορίστηκαν στο Ανακτοβούλιο, στις 4 Νοεμβρίου 1951. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1952, το ζευγάρι ξεκίνησε μια περιοδεία στις χώρες της Κοινοπολιτείας. Ωστόσο, στις 6 Φεβρουαρίου 1952, όταν βρίσκονταν στην Κένυα, ο πατέρας της Ελισάβετ απεβίωσε και εκείνη έγινε βασίλισσα. Ο Φίλιππος ήταν μάλιστα εκείνος που της μετέδωσε την είδηση του θανάτου του βασιλιά.
Τα καθήκοντά του
Ως σύζυγος της βασίλισσας, ο Φίλιππος υποστήριξε τη σύζυγό του στα νέα της καθήκοντα και τη συνόδευσε σε τελετές, όπως στο κοινοβούλιο, σε δείπνα και ταξίδια στο εξωτερικό. Ως πρόεδρος της επιτροπής στέψης, ήταν το πρώτο μέλος της βασιλικής οικογένειας που πέταξε με ελικόπτερο για να επισκεφθεί τα στρατεύματα που επρόκειτο να λάβουν μέρος στην τελετή ενθρόνισης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η νύφη του, Μαργαρίτα, σχεδίαζε να παντρευτεί έναν διαζευγμένο και μεγαλύτερο από εκείνη άντρα, τον Πίτερ Τάουντσεντ, και ο τύπος κατηγόρησε τον Φίλιππο ως εχθρό του δεσμού αυτού. Εκείνος αρνήθηκε την ανάμειξή του, ενώ το ζευγάρι τελικώς χώρισε.
Το 1956 καθιέρωσε, μαζί με τον Κουρτ Χαν, το «Βραβείο του Δούκα του Εδιμβούργου», προκειμένου να δώσει στους νέους το αίσθημα της ευθύνης για τον εαυτό τους και τις κοινότητές τους. Την ίδια χρονιά ίδρυσε το Συνέδριο Μελέτης της Κοινοπολιτείας σχετικά με τις ανθρώπινες πτυχές των βιομηχανικών ζητημάτων. Τα έτη 1956-1957, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με το πλοίο HMY Britannia και κήρυξε την έναρξη των Θερινών Oλυμπιακών Αγώνων της Μελβούρνης, ενώ επισκέφθηκε και την Ανταρκτική.
Εκείνη την περίοδο δημοσιεύματα στον τύπο ισχυρίστηκαν ότι η βασίλισσα και ο δούκας απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλο, κάτι που εξόργισε τον δούκα και λύπησε τη βασίλισσα, με αποτέλεσμα να εκδοθεί μια έντονα διατυπωμένη διάψευση. Σε αντίθεση με τις φήμες κατά πέρασμα των χρόνων, η βασίλισσα και ο δούκας φαίνεται να διατηρούν μια ισχυρή σχέση καθ΄ όλη τη διάρκεια του γάμου τους, παρά τις προκλήσεις της βασιλείας της Ελισάβετ. Η βασίλισσα είχε αναφερθεί στον πρίγκιπα Φίλιππο με αφορμή το Διαμαντένιο Ιωβηλαίο το 2012 ως η «σταθερή δύναμή της και ο οδηγός» της.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1957, η Ελισάβετ χορήγησε στον σύζυγό της τον τίτλο του πρίγκιπα του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω βασιλικού διατάγματος. Έτσι, από την ίδια ημερομηνία έγινε γνωστός ως «Αυτού Βασιλική Υψηλότητα ο Πρίγκιπας Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου». Ο Φίλιππος διορίστηκε στο Ανακτοβούλιο του Καναδά, στις 14 Οκτωβρίου 1957, λαμβάνοντας τον προβλεπόμενο όρκο αφοσίωσης ενώπιον της βασίλισσας στην καναδική κατοικία της, το Ρίντο Χολ.
Στις αρχές του 1981, ο Φίλιππος έγραψε μια επιστολή στον πρωτότοκο γιο του, Κάρολο, συμβουλεύοντάς τον είτε να προχωρήσει σε γάμο με την Νταϊάνα Σπένσερ είτε να διακόψει τη σχέση που είχε μαζί της. Ο Κάρολος αισθάνθηκε πιεσμένος από τον πατέρα του προκειμένου να λάβει μια απόφαση, κάτι που τελικώς έκανε, προτείνοντας την Νταϊάνα σε γάμο τον Φεβρουάριο. Ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε έξι μήνες αργότερα.
Το 1992, ο γάμος του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας της Ουαλίας είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Η βασίλισσα και ο Φίλιππος παρέθεσαν μια συνάντηση ανάμεσα στον Κάρολο και την Νταϊάνα, προσπαθώντας να πετύχουν έναν συμβιβασμό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος έγραψε μια επιστολή στην Νταϊάνα, εκφράζοντας την απογοήτευσή του τόσο για τον γιο του όσο και για την ίδια, ζητώντας της να εξετάσει τη συμπεριφορά της και του συζύγου της. Η Νταϊάνα εκτίμησε την πρόθεση του Φιλίππου προκειμένου να μην υπάρξει διαζύγιο, κάτι που ωστόσο ήταν αναπόφευκτο.
Έναν χρόνο μετά το διαζύγιο του Καρόλου και της Νταϊάνα, η τελευταία σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι, στις 31 Αυγούστου 1997. Την εποχή εκείνη, ο δούκας ήταν σε διακοπές στο Κάστρο Μπαλμόραλ με μέλη της βασιλικής οικογένειας. Οι δύο γιοι της Νταϊάνα, Ουίλιαμ και Χάρι, ήθελαν να μεταβούν στην εκκλησία κι έτσι οι παππούδες τους τους πήγαν εκείνο το πρωί. Για πέντε ημέρες, η βασίλισσα και ο δούκας προστάτευσαν τα εγγόνια τους από το έντονο ενδιαφέρον του Τύπου, κρατώντας τα στο Μπαλμόραλ, όπου μπόρεσαν να θρηνήσουν ιδιωτικά τον χαμό της μητέρας τους. Την ημέρα της κηδείας, ο Φίλιππος, ο Ουίλιαμ, ο Χάρι, ο Κάρολος και ο αδελφός της Νταϊάνα, Τσαρλς Σπένσερ, περπάτησαν πίσω από την πομπή που τη μετέφερε στους δρόμους του Λονδίνου. Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Φαιέντ, του οποίου ο γιος Ντόντι Φαγέντ σκοτώθηκε επίσης στο δυστύχημα, ισχυρίστηκε ότι ο πρίγκιπας Φίλιππος διέταξε τον θάνατο της Νταϊάνα και ότι το ατύχημα ήταν στημένο. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, αποφάνθηκε το 2008 ότι δεν υπήρχε απόδειξη μιας τέτοιας συνωμοσίας.
Κατά τη διάρκεια του Χρυσού Ιωβηλαίου της Ελισάβετ, το 2002, ο δούκας είχε επαινεθεί από τον πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων για τον ρόλο στην υποστήριξη της βασίλισσας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας. Ο χρόνος του ως σύζυγος της βασίλισσας είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλο πρώην σύζυγο μονάρχη στη βρετανική ιστορία. Ωστόσο, η Βασιλομήτωρ Ελισάβετ (η πεθερά του), που πέθανε σε ηλικία 101 ετών, είχε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Τον Ιούνιο του 2011, σε μια συνέντευξη για τα 90ά γενέθλιά του, είπε ότι επρόκειτο να επιβραδύνει και να μειώσει τα καθήκοντά του, αναφέροντας ότι είχε κάνει το «κομμάτι» του. Για τα γενέθλιά του η βασίλισσα του χάρισε τον τίτλο του Λόρδου Αρχιναυάρχου.
Τον Μάιο του 2017 ανακοινώθηκε από το Μπάκιγχαμ πως ο 95χρονος πρίγκιπας Φίλιππος από το ερχόμενο φθινόπωρο δεν θα ασκούσε τα βασιλικά του καθήκοντα και υποχρεώσεις.
Με πληροφορίες από Wikipedia