Η Ευρώπη πρέπει να διασφαλίσει καλύτερη πρόσβαση των μεταναστών στις υπηρεσίες ιατρικής φροντίδας, προειδοποιεί σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στην πρώτη έκθεσή του για την υγεία των νεοαφιχθέντων στη Γηραιά Ήπειρο, όπου η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας παραμένει άνιση.
«Το πιο σημαντικό είναι η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Για να βελτιωθεί η υγεία πρέπει να καλυφθούν οι διαφορές στην πρόσβαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Σαντίνο Σεβερόνι, υπεύθυνος του προγράμματος «Μετανάστευση και Υγεία» του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη.
Στην «περιοχή Ευρώπη», που καλύπτει 53 χώρες, οι μετανάστες -περιλαμβανομένων των προσφύγων- φθάνουν τα 90,7 εκατομμύρια σε 920 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελούν δηλαδή περίπου το 10% του πληθυσμού.
Στις χώρες αυτές επίσης που είναι τόσο ετερόκλιτες όσο η Ρωσία και η Ανδόρα, η Γερμανία και το Τουρκμενιστάν, το ποσοστό των μεταναστών παρουσιάζει τεράστιες αποκλίσεις: αποτελούν το 45% του πληθυσμού στη Μάλτα και λιγότερο από το 2% στην Αλβανία.
Ανάλογα με τη χώρα υποδοχής και το καθεστώς τους, η πρόσβασή τους στο σύστημα ιατρικής φροντίδας είναι από πλήρης έως καθόλου.
Έτσι σε 15 χώρες, όπως η Αυστρία, η Τουρκία ή το Ηνωμένο βασίλειο, οι αιτούντες άσυλο έχουν πρόσβαση στην ίδια φροντίδα όπως ο τοπικός πληθυσμός, ενώ δεν έχουν δικαίωμα επείγουσας φροντίδας στη Γερμανία ή στην Ουγγαρία.
«Οι πληθυσμοί και ορισμένες κυβερνήσεις αντιδρούν με συναισθηματικό τρόπο στο θέμα των νέων αφίξεων και της υγείας λόγω έλλειψης πληροφόρησης», λέει ο Σεβερόνι.
Αντίθετα απ΄ό,τι μπορεί να προβάλλεται, «ο κίνδυνος είναι πολύ μικρός σε ό,τι αφορά τη μετάδοση μεταδοτικών ασθενειών ανάμεσα στους μετανάστες και πρόσφυγες και στον τοπικό πληθυσμό», είπε.
Ένα σημαντικό μέρος των οροθετικών μεταναστών προσβλήθηκαν από την ασθένεια μετά την άφιξή τους στην Ευρώπη.
Εξάλλου, οι νεοαφιχθέντες έχουν την τάση να αναπτύσσουν χρόνιες ασθένειες λόγω της εξέλιξης του τρόπου ζωής τους (λιγότερη φυσική δραστηριότητα, χειρότερη διατροφή) και των καταστάσεων φτώχειας στις οποίες ορισμένοι από αυτούς διαβιούν.
Μπορεί να παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο καρκίνου σε σχέση με τον τοπικό πληθυσμό, εκτός από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όμως η αρρώστια τείνει να διαγιγνώσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο, κάτι που καθιστά την έκβασή της πιο αβέβαιη.
Τα παιδιά τους τείνουν να είναι πιο υπέρβαρα και πιο επιρρεπή στις ψυχικές ασθένειες απ΄ό,τι ο πληθυσμός στη χώρα υποδοχής τους, υπογραμμίζεται επίσης στην έκθεση.
Παρά τις αποκλίσεις ανάλογα με τις ομάδες και τις μεθόδους μέτρησης, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες τείνουν να υποφέρουν περισσότερο από κατάθλιψη και άγχος σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας υποδοχής τους, σημειώνεται στην έκθεση.
Πολλοί παράγοντες κινδύνου μπορεί να συντείνουν σε αυτό, κυρίως η επικράτηση του μετατραυματικού στρες (PTSD) στους πρόσφυγες που έχουν διέλθει καταστάσεις με πολύ άγχος, η διάρκεια της εξέτασης του αιτήματος ασύλου και οι δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες (απραξία, φτώχεια, απομόνωση).
Έτσι, έρευνες εκτιμούν ότι στην «περιοχή Ευρώπη», το 40% των προσφύγων που υποφέρουν από PTSD είναι επίσης καταθλιπτικοί. Ο στιγματισμός των διανοητικών διαταραχών στις ομάδες αυτές τείνει να επηρεάζει την αναζήτηση ιατρικής φροντίδας, κάτι που μπορεί να οδηγεί σε πιο σημαντικά ποσοστά νοσοκομειακής περίθαλψης.