Ολλανδικά κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν την Πέμπτη πρόταση δυσπιστίας κατά του μεταβατικού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε κατηγορώντας τον ότι είπε δημοσίως ψέματα για το περιεχόμενο των ιδιωτικών συζητήσεων που είχε κατά τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του νέου υπουργικού συμβουλίου, με την πρόταση δυσπιστίας να θέτει την μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεσία του μετά από μια δεκαετία στην πρωθυπουργία.

Ο Ρούτε ήταν ο ξεκάθαρος νικητής των βουλευτικών εκλογών της 17ης Μαρτίου που θεωρήθηκαν ως ένα δημοψήφισμα για τον χειρισμό της πανδημικής κρίσης. Η ήττα του μεταβατικού πρωθυπουργού στην ψήφο εμπιστοσύνης, θα εξασθενίσει την ικανότητά του να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση.

Δεν έχει καταστεί σαφές εάν τα κεντρώα κόμματα που συμμετείχαν στον προηγούμενο κυβερνητικό συνασπισμό του Ρούτε, τα οποία είναι πιθανό να συμμετάσχουν σε κάθε νέο συνασπισμό, θα τον στηρίξουν. Συζητήσεις είναι πιθανό να διαρκέσουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής.

Η κρίση προέκυψε την Πέμπτη αφού ο Ρούτε αναγνώρισε ότι είχε ιδιωτικές συνομιλίες αναφορικά με τι θέση θα πρέπει να δοθεί σε έναν εξέχοντα βουλευτή που ήταν επικριτικός απέναντι στο προηγούμενο υπουργικό συμβούλιο. Ο Ρούτε είχε προηγουμένως πει ότι δεν είχε τέτοιες συζητήσεις.

«Το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω εδώ είναι να πω από τα βάθη της καρδιάς μου τι συνέβη, τι πήγε καλά, τι πήγε στραβά, ότι ποτέ δεν είπα ψέματα», ανέφερε την Πέμπτη στη Βουλή ο Ολλανδός πρωθυπουργός.

Ο 54χρονος συντηρητικός Ρούτε που είναι πρωθυπουργός πάνω από δέκα χρόνια, αναφέρθηκε στα δέκα χρόνια θητείας του, εκφράζοντας την ελπίδα να συνεχίσει να ηγείται της χώρας.

Οι συζητήσεις για τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης διακόπηκαν απότομα στις 25 Μαρτίου, όταν ένας από τους επικεφαλής ομάδας διαπραγματευτών αποκάλυψε άθελά του ένα ευαίσθητο έγγραφο σε έναν φωτορεπόρτερ καθώς έφευγε βιαστικά από το κοινοβούλιο έχοντας μάθει ότι διαγνώστηκε θετικός στον Covid-19.

Το έγγραφο αποκάλυπτε ότι οι διαπραγματευτές συζητούσαν να τοποθετήσουν «αλλού» τον δημοφιλή βουλευτή Πίτερ Ομτσιγκτ, από τους κύριους επικριτές του προηγούμενου υπουργικού συμβουλίου του Ρούτε, αν και οι Χριστιανοδημοκράτες του Ομτσιγκτ ήταν μέρος του κυβερνώντος συνασπισμού. Αυτή η αινιγματική αναφορά ερμηνεύτηκε ως υπονοούμενο για μετακίνηση του Ομτσιγκτ εκτός Βουλής ή εκτός Ολλανδίας.

Ο Ρούτε είπε στους δημοσιογράφους στις 25 Μαρτίου ότι δεν ήταν αυτός που αναφέρθηκε σε μια θέση για τον Ομτσιγκτ.

 

«Είπε ψέματα σε ολόκληρη τη χώρα»

Στη συνεδρίαση της Βουλής την Πέμπτη, ο Ολλανδός πρωθυπουργός δήλωσε σε δύσπιστους νομοθέτες ότι ξέχασε ότι είχε αναφερθεί σε ιδιωτική συνομιλία για τη θέση του Ομτσιγκτ στο υπουργικό συμβούλιο. Όπως υποστήριξε, δεν υπαινίχθηκε μια θέση «αλλού» κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, κάτι που σήμαινε τεχνικά ότι δεν είπε τίποτα αναληθές.

Ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Γκερτ Βίλντερς, ο οποίος κατέθεσε την πρόταση δυσπιστίας, δήλωσε ότι ο Ρούτε «είπε ψέματα σε ολόκληρη τη χώρα». «Ψάξτε αλλού δουλειά εσείς ο ίδιος», είπε ο Βίλντερς. «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο με αυτόν τον πρωθυπουργό», συμπλήρωσε.

Ο Ομτσιγκτ, ο οποίος ορκίστηκε την Τετάρτη βουλευτής, δήλωσε ότι ο υπαινιγμός ότι πρέπει να απομακρυνθεί αποτελεί «προσβολή στον Ολλανδό ψηφοφόρο». Απαίτησε πλήρη διαφάνεια σχετικά με το πώς προέκυψε του όνομά του στο έγγραφο.

Το συντηρητικό κόμμα VVD του Ρούτε σημείωσε μια πειστική νίκη στις εθνικές εκλογές του περασμένου μήνα, παρόλο που η κυβέρνησή του παραιτήθηκε τον Ιανουάριο λόγω ενός σκανδάλου που συνδεόταν με τα οικογενειακά επιδόματα.

Το «toeslagenaffaire», δηλαδή η υπόθεση των οικογενειακών επιδομάτων, είναι ένα σκάνδαλο στο οποίο πρωτοστάτησαν στελέχη της φορολογικής διοίκησης. Σύμφωνα με την κοινοβουλευτική επιτροπή, οι εφοριακοί διέκοψαν τα επιδόματα που λάμβαναν πολλές οικογένειες, κατηγορώντας τες αδίκως για απάτη. Ορισμένοι γονείς υποχρεώθηκαν μάλιστα να επιστρέψουν αναδρομικά τα χρήματα που είχαν λάβει σε διάστημα πολλών ετών – σε κάποιες περιπτώσεις ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ.

Ο Ομτσιγκτ είχε υποβάλει επίμονα ερωτήματα σχετικά με το σκάνδαλο έως ότου αυτό αποκαλυφθεί δημόσια.

Υπερασπισμένος την Πέμπτη τον εαυτό του ο Ρούτε αναφέρθηκε στο ιστορικό του ως πρωθυπουργός της Ολλανδίας.

«Ηγήθηκα της χώρας μέσω μιας οικονομικής κρίσης, μιας μεταναστευτικής κρίσης και μέσω μιας πολύ σοβαρής υγειονομικής κρίσης, μιας πανδημίας και ανυπομονώ να εργαστώ για την ανάκαμψη αυτής της χώρας», είπε.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ρούτε δικαιολογήθηκε για ψευδείς δημόσιες δηλώσεις του λέγοντας πως έχει κακή μνήμη.

Λέγοντας ότι δεν έχει «ενεργή μνήμη» κρίσιμων λεπτομερειών, επιβίωσε πολιτικά από μια σειρά έντονων συζητήσεων τα τελευταία χρόνια, σχετικά με ζητήματα που κυμαίνονταν από Ιρακινούς αμάχους που σκοτώθηκαν σε ολλανδικούς βομβαρδισμούς έως ένα εταιρικό λόμπι για την κατάργηση του φόρου μερισμάτων.