Εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διαπράχθηκαν στην επαρχία του Ιντλίμπ, το τελευταίο προπύργιο των ανταρτών στη βορειοδυτική Συρία, που βρέθηκε στο στόχαστρο επίθεσης των κυβερνητικών δυνάμεων στα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε σήμερα ο ΟΗΕ.
«Παιδιά βρέθηκαν στο στόχαστρο βομβαρδισμών ενώ βρίσκονταν στο σχολείο τους, γονείς βρέθηκαν στο στόχαστρο πληγμάτων ενώ βρίσκονταν στην αγορά, ασθενείς βρέθηκαν στο στόχαστρο βομβαρδισμών ενώ βρίσκονταν στο νοσοκομείο, ολόκληρες οικογένειες βρέθηκαν στο στόχαστρο πληγμάτων ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν», περιέγραψε ο Πάουλο Πινέιρο, ο πρόεδρος της Επιτροπής Έρευνας του ΟΗΕ για τη Συρία.
Η έκθεσή του αφορά το διάστημα μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 30ης Απριλίου και καταγράφει 52 επιθέσεις βασιζόμενη σε σχεδόν 300 συνεντεύξεις, φωτογραφικό υλικό και βίντεο.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, με τη στήριξη της συμμάχου Ρωσίας, εξαπέλυσαν τον Δεκέμβριο του 2019 την επίθεση εναντίον του Ιντλίμπ, του τελευταίου προπυργίου των ανταρτών και των τζιχαντιστών, προτού εφαρμοστεί η επισφαλής εκεχειρία στην οποία συμφώνησαν η Ρωσία και η Τουρκία, στις αρχές Μαρτίου. Από την επίθεση, 1 εκατομμύριο άνθρωποι εκτοπίστηκαν και περισσότεροι από 500 άμαχοι σκοτώθηκαν, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
«Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής αυτής εκστρατείας, οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις και οι οργανώσεις, που έχουν οριστεί από τον ΟΗΕ ως τρομοκρατικές, παραβίασαν κατάφωρα το δίκαιο του πολέμου και τα δικαιώματα των Σύρων αμάχων», σύμφωνα με τον Πινέιρο.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το διάστημα μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 30ης Απριλίου, 17 ιατρικές εγκαταστάσεις, 14 σχολεία, 9 αγορές και 12 σπίτια σφυροκοπήθηκαν, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων από τις φιλοκυβερνητικές και τις ρωσικές δυνάμεις.
Τονίζεται, δε, ότι ορισμένοι από αυτούς τους «αδιάκριτους βομβαρδισμούς», ιδίως εναντίον του Μααρέτ αλ Νούμαν, στην επαρχία Ιντλίμπ και στο Αταρίμπ (δυτικό Χαλέπι) τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο «θα μπορούσαν να συνιστούν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Η Επιτροπή Πινέιρο εξετάζει επίσης τις βιαιοπραγίες της κυριότερης τζιχαντιστικής οργάνωσης στην περιοχή, Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, που κατηγορείται για «λεηλασίες, τιμωρίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις αμάχων, μεταξύ αυτών δημοσιογράφων».
Η τζιχαντιστική οργάνωση «βομβάρδισε επίσης αδιακρίτως ζώνες που ήταν πυκνοκατοικημένες, σπέρνοντας τον τρόμο μεταξύ των αμάχων που ζούσαν στις ζώνες που βρίσκονταν υπό τον κυβερνητικό έλεγχο», σύμφωνα με την έκθεση.
«Οι γυναίκες, οι άνδρες και τα παιδιά από τους οποίους πήραμε συνέντευξη είχαν την επιλογή είτε να βρεθούν στο στόχαστρο βομβαρδισμών, είτε να διαφύγουν προς τις ζώνες που έλεγχε η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνταν και όπου η πρόσβαση ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν πολύ περιορισμένη», σημείωσε η ερευνήτρια Κάρεν Κόνινγκ Αμπου Ζάιντ.