Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2020, η Κίνα υποχρέωσε σε αποτελεσματικό lockdown δεκάδες εκατομμύρια πολίτες της. Ολόκληρα νοσοκομεία στήθηκαν από το μηδέν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση του κορωνοϊού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) μόλις είχε δηλώσει ότι το ξέσπασμα της επιδημίας του κορωνοϊού ήταν «έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας διεθνούς ενδιαφέροντος».
Κι όμως, η προσοχή του κόσμου ήταν τόσο επικεντρωμένη στις απελπιστικές σκηνές στην Κίνα που δεν του επέτρεψε να σκεφτεί ότι παρόμοιες σκηνές θα μπορούσαν σύντομα να εμφανιστούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν ελάχιστοι οι επιστήμονες -κυρίως επιδημιολόγοι- που έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου, προκειμένου να ξυπνήσει ο κόσμος και δυστυχώς δεν εισακούστηκαν εγκαίρως.
Και αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα. Σε μια έκθεση που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα, η Ανεξάρτητη Ομάδα για την Ετοιμότητα και την Αντιμετώπιση της Πανδημίας -ένα εκτελεστικό όργανο που ιδρύθηκε πέρυσι από τον γενικό διευθυντή του ΠΟΥ, για να διδαχτεί μαθήματα από την παρούσα πανδημία και να τα εφαρμόσει για να αποτρέψει μελλοντικές – καταλήγει σε ένα κατηγορηματικό συμπέρασμα. Με βάση μια λεπτομερή χρονολογική ανασυγκρότηση της εξέλιξης της πανδημίας διαπιστώνει ότι ο Φεβρουάριος 2020 ξεχωρίζει ως «ο χαμένος μήνας, κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είχαν ληφθεί μέτρα για τον περιορισμό της επιδημίας και την πρόληψη της μετατροπής της σε πανδημία».
Αν αυτός ο μήνας δεν είχε σπαταληθεί, από έναν κόσμο «που είχε περιέλθει σε κατάσταση εφησυχασμού» από την παντελή έλλειψη κάποιας καταστροφικής πανδημίας για περισσότερο από έναν αιώνα, «πιστεύουμε ότι δεν θα εξετάζαμε τώρα μια επιταχυνόμενη πανδημία», είπε η πρώην πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, Helen Clark, μια από τις συμπροέδρους της επιτροπής, σε μια ενημερωτική συνέντευξη για δημοσιογράφους.
Η έκθεση περιέχει όλες τις φιλόδοξες συστάσεις για την προστασία από μια νέα πανδημία στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της σύστασης ενός συμβουλίου για τις παγκόσμιες απειλές για την υγεία και τη δημιουργία ενός διεθνούς μηχανισμού χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της. Αλλά ίσως η πιο σημαντική συμβολή της είναι αναδρομική, με το να καταδείξει λεπτομερώς πόσο απροετοίμαστος ήταν ο κόσμος για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση «που έχει εξαπλωθεί ευρύτερα και ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη στην ανθρώπινη ιστορία».
Ο Ψυχρός Πόλεμος και η 11η Σεπτεμβρίου οδήγησαν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να σκεφτούν απειλές, όπως αυτές που θέτουν τα πυρηνικά όπλα και οι τρομοκρατικές ομάδες, και να συστήσουν μέτρα που απαιτούν από εμάς να αντιδράσουμε σχεδόν αμέσως όταν ειδοποιούμαστε για επικείμενο κίνδυνο. Πολλοί αξιωματούχοι αγωνίζονται να επεξεργαστούν άλλες απειλές, όπως η κλιματική αλλαγή, που όμως λειτουργούν σε πολύ μεγαλύτερους χρονικούς ορίζοντες.
Όμως, αυτό που έχει δείξει ο κορωνοϊός είναι ότι το διεθνές σύστημα δεν έχει προετοιμαστεί για να ανταποκρίνεται στην ενδιάμεση ταχύτητα μιας πανδημίας -πιο αργή από έναν βαλλιστικό πύραυλο και ταχύτερη από τις σωρευτικές επιπτώσεις των εκπομπών άνθρακα-, αλλά εξίσου επικίνδυνη για την ανθρωπότητα.
Η απειλή των νέων παθογόνων, ιδίως των ζωονοσογόνων ασθενειών, αυξάνεται λόγω της ραγδαίας αύξησης των πληθυσμών και των αντίστοιχων περιβαλλοντικών πιέσεων, ενώ η αύξηση των αεροπορικών ταξιδιών επιτρέπει, όπως σημειώνει η έκθεση, «σε έναν ιό να φτάσει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου μέσα σε λίγες ώρες». Ωστόσο τα παγκόσμια πλαίσια για την αντιμετώπιση τέτοιων απειλών δεν έχουν προσαρμοστεί σε αυτές τις σύγχρονες πραγματικότητες. Όπως λέει η Preeti Sudan, μέλος της επιτροπής και γραμματέας υγείας της Ινδίας κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, πρέπει να τοποθετήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας για να τρέξουμε «τον αγώνα με τον ιό, ώστε να κερδίσει η ανθρωπότητα».
Τον Φεβρουάριο, ο κόσμος βρισκόταν στην γραμμή αφετηρίας, περιμένοντας τον ΠΟΥ να δώσει το σύνθημα εκκίνησης της κούρσας, προκειμένου να προλάβει τον ιó.
Σε γενικές γραμμές, το πάνελ δεν κατηγορεί συγκεκριμένα μέρη, αν και υπάρχουν, αυτή τη στιγμή, σαφώς πολλές ευθύνες που πρέπει να επιμεριστούν. Ωστόσο εστίασε τον ρεφορμιστικό ζήλο του στους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας του 2005, οι οποίοι ορίζουν νομικά δεσμευτικά δικαιώματα και ευθύνες στον ΠΟΥ και τα κράτη μέλη του για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση πιθανών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία.
Η έκθεση θεωρεί τους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας υπερβολικά συντηρητικούς και δυσκίνητους, σε σχέση με ένα εξαιρετικά μεταδοτικό παθογόνο του αναπνευστικού και τα διάφορα μέσα της ψηφιακής εποχής που επιτρέπουν τον γρήγορο εντοπισμό και την ανταλλαγή σημάτων – ότι κάποιος ιός μπορεί να έρχεται. «Το σημερινό σύστημα για την προειδοποίηση του κόσμου για πιθανές πανδημίες είναι προκατειλημμένο προς την αδράνεια» σημειώνει η έκθεση, έτσι ώστε «να ληφθούν μέτρα μόνο εάν το απαιτεί το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων».
Όμως αυτή η προκατάληψη θα πρέπει να αντιστραφεί στην περίπτωση αναπνευστικών λοιμώξεων, υποστηρίζουν οι ειδικοί, όπου είναι λογικό να εφαρμοστεί η «αρχή της πρόληψης και προφύλαξης» και να υποτεθεί ότι θα υπάρξει συνεχής μετάδοση μεταξύ των ανθρώπων, εκτός και εάν τα στοιχεία έρχονται σε αντίθεση, συγκεκριμένα με αυτήν την υπόθεση.
Η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα, για παράδειγμα, ότι το ξέσπασμα του κορωνοϊού στο Γουχάν της Κίνας, πληρούσε πιθανώς τις προϋποθέσεις για να κηρυχθεί κατάσταση «έκτακτης ανάγκης δημόσιας υγείας διεθνούς ενδιαφέροντος», τουλάχιστον από την πρώτη συνάντηση της Έκτακτης Επιτροπής Covid-19, των Διεθνών Κανονισμών Υγείας του ΠΟΥ, στις 22 Ιανουαρίου 2020. Όμως, η διαιρεμένη επιτροπή δεν έκανε την δήλωση, παρά μόνο μια εβδομάδα αργότερα – μια σημαντική καθυστέρηση στα αρχικά στάδια μιας πιθανής πανδημίας – όταν υπήρχαν ήδη 98 περιπτώσεις σε 18 χώρες εκτός της Κίνας .
Η Clark σημείωσε ότι: «εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί είχαν επιβληθεί γρηγορότερα και ευρύτερα, αυτό θα επέφερε σοβαρή αναστολή στην ταχεία μετάδοση» του κορωνοϊού. Αλλά όταν η επιτροπή κήρυξε την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης δημόσιας υγείας» στις 30 Ιανουαρίου, δεν συνέστησε περιορισμούς ταξιδιών ή εμπορίου. Η προσέγγιση του ΠΟΥ καθοδηγείται από τους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας, οι οποίοι στοχεύουν στην «αποφυγή περιττών παρεμβάσεων στη διεθνή κυκλοφορία και το εμπόριο».
Η δήλωση της ίδιας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ήταν αναποτελεσματική. Ο ΠΟΥ ουσιαστικά χτύπησε τον «δυνατότερο συναγερμό» του σύμφωνα με τους Διεθνούς Κανονισμούς Υγείας, όπως το αναφέρει η έκθεση, αλλά ο ήχος καταγράφηκε ελάχιστα σε όλο τον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποίησαν καν ότι ήταν ο πιο δυνατός συναγερμός του ΠΟΥ (Ο ΠΟΥ αργότερα κήρυξε πανδημία στις 11 Μαρτίου, όταν είχαν αναφερθεί περίπου 118.000 περιπτώσεις σε 114 χώρες, αλλά ο όρος αυτός δεν έχει νομική σημασία για το ίδρυμα).
Η έκθεση σημειώνει ότι η ανακοίνωση «της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δημόσιας υγείας» στα τέλη Ιανουαρίου δεν προκάλεσε «ισχυρή και άμεση αντίδραση έκτακτης ανάγκης στις περισσότερες χώρες». Αυτές εμφανίστηκαν μόνο τον Μάρτιο μετά τον προσδιορισμό της κατάστασης από τον ΠΟΥ, ως πανδημίας και όταν οι κυβερνήσεις είχαν ήδη λάβει αναφορές για σοβαρά κρούσματα σε ορισμένα κράτη ή αχαλίνωτη μετάδοση και υπερπλήρωση των νοσοκομείων σε άλλες χώρες – σε αυτό το σημείο φυσικά ο κόσμος βρισκόταν ήδη σε πόλεμο με την ιογενή παλίρροια.
Υπήρξαν εξαιρέσεις. Μια μικρή μειοψηφία χωρών, συμπεριλαμβανομένων αρκετών ασιατικών που βασίστηκαν στις εμπειρίες τους από προηγούμενες επιδημίες, αντέδρασαν στη δήλωση της Έκτακτης Επιτροπής Covid-19 και σε άλλες προειδοποιήσεις, ξεδιπλώνοντας ταχέως απαντήσεις ολόκληρης της κυβέρνησης, μερικές από αυτές, προτού καν καταγράψουν το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού.
Η πλειοψηφία, όμως, δεν το έκανε και η ομάδα εντόπισε δύο βασικούς λόγους: πρώτον, επειδή «δεν εκτίμησαν επαρκώς την απειλή και δεν ήξεραν πώς να ανταποκριθούν» και δεύτερον, επειδή «ελλείψει βεβαιότητας για το πόσο σοβαρές είναι οι συνέπειες αυτού του νέου παθογόνου μια επιλογή -«βλέποντας και κάνοντας»- φαινόταν λιγότερο δαπανηρή και με λιγότερα κοινωνικά επακόλουθα, από τη συντονισμένη δράση για τη δημόσια υγεία». Μετά από δαπάνες τρις δολ. που σχετίζονται με την πανδημία και μυριάδες παγκόσμιους σπασμούς, γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν ένας τραγικά λανθασμένος υπολογισμός.
Στην έκθεσή της, η επιτροπή σκιαγραφεί ένα νέο διεθνές σύστημα προειδοποίησης. Προτείνει για παράδειγμα, να δοθούν νέες αρμοδιότητες στον ΠΟΥ από την Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας -το όργανο λήψης αποφάσεων του θεσμικού οργάνου- να «δημοσιεύει αμέσως πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις ιώσεων με προοπτικές πανδημίας», χωρίς να απαιτείται προκαταρκτική έγκριση από τις εθνικές κυβερνήσεις και να «διερευνά παθογόνα με δυναμική πανδημίας σε όλες τις χώρες», με σύντομη χρονική προειδοποίηση των χωρών αυτών, χρησιμοποιώντας εμπειρογνώμονες επιδημιολογίας με μόνιμες θεωρήσεις βίζας. Προτρέπει στον ΠΟΥ να επιβραβεύει χώρες που ανταποκρίνονται νωρίς σε εστίες μολύνσεων και να καθορίσει στάνταρ επιδόσεων, σχετικά με την αντιμετώπιση διαφορετικών τύπων εστιών και την έκδοση προειδοποιητικών ανακοινώσεων.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι στο μέλλον, η δήλωση «κατάστασης έκτακτης ανάγκης δημόσιας υγείας», θα πρέπει να βασίζεται σε σαφή κριτήρια και σε περιπτώσεις όπως οι αναπνευστικές λοιμώξεις, στην αρχή της πρόληψης και προφύλαξης. Υποστηρίζουν επίσης, ότι η δήλωση θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητή καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες πρέπει να ανταποκρίνονται στην απειλή για τη δημόσια υγεία και ως εκ τούτου, «να χρησιμεύει ως σαφής έκκληση για επείγουσα δράση έκτακτης ανάγκης, σε ενδεχόμενο πανδημίας, σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Το σύστημα παρακολούθησης και συναγερμού ασθένειας πρέπει να αναθεωρηθεί» δήλωσε η Clark. «Οι ευαισθησίες σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους, δεν πρέπει να καθυστερούν την προειδοποίηση του κόσμου για την απειλή ενός νέου παθογόνου με δυναμική πανδημίας» πρόσθεσε. Η ανθρώπινη φύση, φυσικά αντιστέκεται συχνά στην αρχή της πρόληψης και της προφύλαξης. Όταν αντιμετωπίζουμε προβλήματα που φαίνονται μακρινά (ας πούμε το ξέσπασμα μιας νόσου στην άλλη άκρη του κόσμου), τείνουμε να αναβάλουμε επείγουσα δράση – αντί να αναγνωρίζουμε ότι αν περιμένουμε μέχρι να δούμε το πρόβλημα ακριβώς μπροστά μας, μπορεί να είναι πλέον αδύνατο να το αποτρέψουμε. Αλλά, εάν καταφέρουμε να ενσωματώσουμε αυτήν την αρχή στα διεθνή μας συστήματα, θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο σε πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή.
Όπως είπε η Elizabeth Sawin, συν-διευθύντρια του think tank Climate Interactive, «αν μπορέσουμε να διηγηθούμε την ιστορία αυτού που μόλις περάσαμε και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι αυτό είναι η επιταχυμένη εκδοχή μιας άλλης ιστορίας που περνάμε -της κλιματικής αλλαγής- που έχει την ίδια δομή πλοκής αλλά ένα διαφορετικό χρονοδιάγραμμα, αυτό θα μπορούσε να είναι μετασχηματιστικό», συμπλήρωσε.
Στην ερώτηση αν υπήρχε ο κίνδυνος να υπεραντιδράσουμε στα μαθήματα από αυτή την πανδημία -όσο γελοίο και αν ακούγεται αυτή τη στιγμή- και να σχεδιάσουμε ένα σύστημα που, για παράδειγμα, θα κλείνει το διεθνές εμπόριο και τα ταξίδια με το παραμικρό σημάδι πιθανής πανδημίας, η Clark απάντησε: «Ένα νέο παθογόνο που μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστικές λοιμώξεις απαιτεί μια ιδιαίτερα προληπτική προσέγγιση. Δεν λέμε λοιπόν, “ορμήστε σε κάθε φάντασμα”. Αλλά αυτού του είδους το φάντασμα δικαιολογεί την επίθεση».
Πηγη: The Atlantic