Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπαγόρευσε μία δήλωση, η οποία αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν παραπλανητική, σχετικά με τη συνάντηση του γιου του Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ. Στη δήλωση αυτή ο Τραμπ Τζούνιορ έλεγε ότι η συνάντησή του με τη Ρωσίδα δικηγόρο τον Ιούνιο του 2016 δεν είχε σχέση με την προεκλογική εκστρατεία του πατέρα του, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «The Washington Post».

Ο Τραμπ Τζούνιορ προχώρησε μέσα στον Ιούλιο στη δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία έδειξαν ότι συμφώνησε να συναντηθεί με μία γυναίκα για την οποία του είχαν πει ότι ήταν δικηγόρος της ρωσικής κυβέρνησης και η οποία ενδεχομένως είχε επιλήψιμες πληροφορίες για την προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον. Οι πληροφορίες θα δίνονταν στο πλαίσιο της επίσημης υποστήριξης της Μόσχας προς την προεδρική υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Τη συνάντηση αυτή αποκάλυψε πρώτη η εφημερίδα «The New York Times».

Σύμφωνα με τη «WP», οι σύμβουλοι του προέδρου των ΗΠΑ συζήτησαν τη νέα αποκάλυψη και αποφάσισαν ότι ο Τραμπ Τζούνιορ θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια ειλικρινή εξιστόρηση του επεισοδίου, ώστε αυτά που θα πει «να μην μπορούν να ανατραπούν όταν γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες».

Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος, επιστρέφοντας στις 8 Ιουλίου στις ΗΠΑ από τη Γερμανία όπου συμμετείχε στη διάσκεψη της ομάδας των χωρών-μελών της G20 στο Αμβούργο, άλλαξε το αρχικό σχέδιο και «υπαγόρευσε προσωπικά μία ανακοίνωση στον Τραμπ Τζούνιορ, δηλώνοντας ότι ο ίδιος και η Ρωσίδα δικηγόρος είχαν κυρίως συζητήσει το θέμα των υιοθεσιών παιδιών από τη Ρωσία», σύμφωνα με το δημοσίευμα της «WP», που επικαλείται ανώνυμες πηγές που έχουν γνώση των εξελίξεων. Η ανακοίνωση αυτή εστάλη στους «NYT», καθώς η εφημερίδα προετοίμαζε το δημοσίευμά της, δίνοντας έμφαση στον ισχυρισμό ότι το αντικείμενο της συνάντησης «δεν ήταν κάποιο ζήτημα που αντιμετώπιζε η προεκλογική εκστρατεία».

Ο Λευκός Οίκος δεν ανταποκρίθηκε άμεσα σε αίτημα του Reuters για σχολιασμό του δημοσιεύματος της «WP», αλλά ούτε κι ο δικηγόρος του Τραμπ Τζούνιορ, Άλαν Φουτερφάς.

Στο μεταξύ, επιτροπές του Κογκρέσου αλλά και το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης διεξάγουν έρευνες προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρξε ρωσική εμπλοκή στην προεκλογική εκστρατεία του 2016, αλλά και συνωμοσία μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και Ρώσων αξιωματούχων. Η Μόσχα έχει απορρίψει κατηγορηματικά οποιοδήποτε τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ κατηγορηματικά αρνητικός είναι κι ο πρόεδρος Τραμπ.

Από την άλλη μεριά, η κοινότητα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Μόσχα προσπάθησε να βλάψει το προεκλογικό προφίλ της Χίλαρι Κλίντον και να βοηθήσει στην προεδρική εκλογή του Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος χαιρέτισε την προσέγγιση «διαφάνειας» του Τραμπ Τζούνιορ, μετά τη δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων στις 11 Ιουλίου. «Δεν έχει διευκρινιστεί τι ακριβώς γνώριζε ο Αμερικανός πρόεδρος κατά την επιστροφή του στις ΗΠΑ από τη Γερμανία για τη συνάντηση του Τραμπ Τζούνιορ» αναφέρει η «WP».

Από τη μεριά του, ο Ντέιβιντ Σκλάνσκι, καθηγητής εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή (Stanford Law School), δήλωσε πως αν ο Τραμπ, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα της «WP», βοήθησε στη συγγραφή μιας παραπλανητικής ανακοίνωσης σχετικά με τη συνάντηση, η εξέλιξη αυτή είναι ενδεχόμενο να στοιχειοθετεί πιθανή παρακώλυση της Δικαιοσύνης σε έρευνα δικαστικής υπόθεσης, κατά του ιδίου.

Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μία τέτοια υπόθεση παρεμπόδισης του έργου της Δικαιοσύνης, ο ομοσπονδιακός νόμος υποχρεώνει τους εισαγγελείς να αποδείξουν ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έδρασε με «εγκληματική πρόθεση».

Μία παραπλανητική δημόσια ανακοίνωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο για εγκληματική πρόθεση, πρόσθεσε ο Σκλάνσκι. «Τα ψέματα δεν αποτελούν έγκλημα», αλλά «μπορεί να είναι σχετικά προκειμένου να αποφασιστεί εάν κάτι που έκανε ο πρόεδρος (π.χ. η αποπομπή του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ) το έκανε με κίνητρο παράνομης πράξης» συμπλήρωσε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ