Με τις ρωσικές δυνάμεις να έχουν μπει στο Κίεβο και να απέχουν ελάχιστα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, η Μόσχα δηλώνει έτοιμη να στείλει αντιπροσωπεία στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, Μίνσκ, για συνομιλίες με την Ουκρανία. 

 

Αυτό δήλωσε το μεσημέρι της Παρασκευής ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, και ενώ βρισκόμαστε στο δεύτερο εικοσιτετράωρο των εχθροπραξιών. Η δήλωση αυτή του κ. Πεσκόφ αφενός δημιουργεί συνειρμούς με τα προ οκταετίας Πρωτόκολλα του Μινσκ, τα οποία υπογράφηκαν το 2014 με σκοπό να καθοριστούν οι όροι για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στο Ντονμπάς, και αφετέρου μοιάζει με ένα μικρό βήμα πίσω από την «παράδοση άνευ όρων» που φαινόταν ότι επιδίωκε αρχικά η Μόσχα. Πάντως, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Ζελένσκι φαίνεται να απορρίπτει το Μινσκ, ως εχθρική πόλη για διαπραγματεύσεις, και να προτείνει την εναλλακτική της Βαρσοβίας.

Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, καλεί τον ουκρανικό στρατό να ανατρέψει τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι και να καταθέσει τα όπλα.

Ο Πρόεδρος της Ρωσίας έκανε σύντομες δημόσιες δηλώσεις που μεταδόθηκαν από τη ρωσική κρατική τηλεόραση, στις οποίες περιέγραψε την κυβέρνηση του προέδρου Ζελένσκι ως «συμμορία τοξικομανών και νεοναζί». «Είναι πιο εύκολο να συζητήσουμε μαζί σας παρά με αυτή τη συμμορία τοξικομανών και νεοναζί» είπε.

Ο Πούτιν πρόσθεσε ότι «πολεμούμε με εθνικιστικές ομάδες που είναι ευθέως υπεύθυνες για τη γενοκτονία στο Ντονμπάς και την αιματοχυσία φιλειρηνικών πολιτών σε δύο δημοκρατίες».

 

 

Οι δηλώσεις του Πούτιν ήρθαν λίγες ώρες μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του Πούτιν με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ. Σε αυτήν ο πρόεδρος της Ρωσίας είπε ότι η χώρα του είναι διατεθειμένη να έχει υψηλόβαθμες συζητήσεις με την Ουκρανία. Αυτή ήταν η πληροφορία που μετέδωσε το κινεζικό κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV. «Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εδώ και καιρό αγνοούν τις εύλογες ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια, έχουν κατ’ επανάληψη υπαναχωρήσει στις δεσμεύσεις τους και συνεχίζουν να προχωρούν με στρατιωτική ανάπτυξη ανατολικά, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα στρατηγικά θεμέλια της Ρωσίας», δήλωσε ο Πούτιν στον Σι, σύμφωνα με το CCTV. «Η Ρωσία είναι διατεθειμένη να πραγματοποιήσει υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία».

Νωρίτερα την Παρασκευή, πάντως, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεν μίλησε γενικά για συνομιλίες, αλλά για συνομιλίες με το Κίεβο αφότου οι Ουκρανοί καταθέσουν τα όπλα. Σε συνέντευξη τύπου μετά το πέρας των συνομιλιών που είχε με τον πρώτο αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ Σεργκέι Περεσάντα και τον υπουργό Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουχάνσκ Βλαντισλάβ Ντεϊνέγκο, ο κ. Λαβρόφ είπε:

«Για συνομιλίες είμαστε έτοιμοι οποιαδήποτε στιγμή, μόλις οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας ανταποκριθούν στην έκκληση του προέδρου μας, σταματήσουν την αντίσταση και καταθέσουν τα όπλα. Κανείς δεν ετοιμάζεται να τους επιτεθεί, κανείς δεν ετοιμάζεται να τις καταπιέσει, ας επιστρέψουν στις οικογένειες τους, και ας δώσουμε μαζί στον ουκρανικό λαό την δυνατότητα να επιλέξει μόνος του την τύχη του».

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε επίσης ότι «η Ρωσία θα εξασφαλίσει την αποστρατιωτικοποίηση και την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας» και ότι είναι υπέρ του να επιλέξει ελεύθερα το μέλλον του.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και οι δηλώσεις που είχε κάνει το βράδυ της Πέμπτης ο κ. Πεσκόφ, πριν κάνει την αναφορά για τις διαπραγματεύσεις στο Μινσκ.  «Ο πρόεδρος είναι έτοιμος να δηλώσει τι αναμένει από την Ουκρανία, θέτοντας την κόκκινη γραμμή στα προβλήματα που έχουν προκύψει. Οι προτάσεις της ρωσικής προεδρίας αφορούν ένα ουδέτερο καθεστώς και την αποστρατιωτικοποίηση της χώρας» είπε, αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς σε παράδοση άνευ όρων των Ουκρανών.

Να ανατρέψει τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι και να καταθέσει τα όπλα ζήτησε από τον στρατό της Ουκρανίας ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Πρόεδρος της Ρωσίας έκανε σύντομες δημόσιες δηλώσεις που μεταδόθηκαν από τη ρωσική κρατική τηλεόραση, στις οποίες περιέγραψε την κυβέρνηση του προέδρου Ζελένσκι ως «συμμορία τοξικομανών και νεοναζί». «Είναι πιο εύκολο να συζητήσουμε μαζί σας παρά με αυτή τη συμμορία τοξικομανών και νεοναζί» είπε.

Ο Πούτιν πρόσθεσε ότι «πολεμούμε με εθνικιστικές ομάδες που είναι ευθέως υπεύθυνες για τη γενοκτονία στο Ντονμπάς και την αιματοχυσία φιλειρηνικών πολιτών σε δύο δημοκρατίες».

Δείτε τη στρατιωτική κατάσταση στα τρία βασικά πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας

Στον χάρτη που δημοσιεύεται παρακάτω απεικονίζεται η κατάσταση των μετώπων στην Ουκρανία, μετά τη συμπλήρωση 24 ωρών από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης.

Τα κόκκινα τόξα δείχνουν την αφετηρία των ρωσικών επιθέσεων και την κατεύθυνση της επέλασης εντός του ουκρανικού εδάφους.

Είναι σαφές πως το Κίεβο δέχεται επίθεση από τρεις κατευθύνσεις – βόρεια, βορειοανατολικά και βορειοδυτικά.

Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι οι ρωσικές δυνάμεις επιχειρούν να διασφαλίσουν έναν διάδρομο ο οποίος θα ενώνει όλες τις παράλιες περιοχές από την Οδησσό μέσω Χερσόνας προς Μαριούπολη μέσω της Κριμαίας.

Οι Ρώσοι εξαπέλυσαν δύο επιθέσεις στον τομέα αυτόν, η πρώτη από την Κριμαία και η δεύτερη διά θαλάσσης προς την Οδησσό.

Καθίσταται σαφές πως οι ρωσικές δυνάμεις επιχειρούν να διασφαλίσουν τον πλήρη έλεγχο όλης της θαλάσσιας ζώνης από την Οδησσό έως τη Μαριούπολη κι έτσι να κλείσουν διά παντός την Αζοφική θάλασσα, η οποία θα είναι μια κλειστή πια περιοχή πλήρως ελεγχόμενη από τη Ρωσία.

Οι ρωσικές δυνάμεις επιτέθηκαν επίσης και από άλλες τρεις κατευθύνσεις εξ Ανατολών, με στόχο τη διασφάλιση του ελέγχου των περιφερειών Λουχάνσκ και Ντονιέντσκ, τον έλεγχο της πόλης του Χάρκοβο και τον έλεγχο της πόλης Σούμι.

Οι υπόλοιπες κόκκινες κουκίδες που εμφανίζονται εντός του ουκρανικού εδάφους αποτελούν στρατιωτικούς στόχους στρατηγικής σημασίας, δηλαδή βάσεις αεράμυνας, στρατιωτικά αεροδρόμια, ισχυρά κέντρα μετάδοσης τηλεοπτικού σήματος, εγκαταστάσεις ραντάρ, εργοστάσια παραγωγής πολεμικού υλικού, εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και σημαντικά κέντρα διοίκησης, ενώ φαίνεται πως επλήγησαν από την αρχή όλα τα σημαντικά κέντρα λειτουργίας των ουκρανικών μυστικών υπηρεσιών.

Ο παραπάνω χάρτης δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Παρασκευής 25 Φεβρουαρίου της γαλλικής εφημερίδας «Libération».