Μια έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) επικαλέστηκε σε άρθρο της η Deutsche Welle, η οποία αναφέρει ότι οι αγορές όπλων στην Ευρώπη είχαν αυξηθεί ήδη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Συγκεκριμένα, η Deutsche Welle αναφέρει:
Στοιχεία για διεθνείς εξοπλιστικές συμφωνίες έχουν ιδιαίτερη σημασία, σε μια περίοδο μάλιστα που μαίνεται ένας νέος πόλεμος στην Ευρώπη. Πρόκειται για στατιστικά στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη SIPRI με έδρα την Στοκχόλμη, που αφορούν στην περίοδο 2017-2021 και την συγκρίνουν με αυτήν ανάμεσα στο 2012-2016. Παρά το ότι δεν αντικατοπτρίζουν τον πόλεμο στην Ουκρανία, εν τούτοις εμφανίζουν ήδη τις αυξανόμενες τάσεις στην Ευρώπη σε ότι αφορά στους εξοπλισμούς. Διότι, παρά το ότι το παγκόσμιο εμπόριο όπλων μειώθηκε κατά τουλάχιστον 4,6%, οι ευρωπαϊκές χώρες αγόρασαν 19% περισσότερα όπλα με αποτέλεσμα να καταγράψει η ήπειρος τη μεγαλύτερη αύξηση από όλες τις άλλες περιοχές της γης. Ο Πέτερ Βέτσεμαν, ένας εκ των συγγραφέων της έρευνας του SIPRI, κάνει λόγο για έναν «ανησυχητικό νέο εξοπλισμό»
Σκιά ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης
Σύμφωνα με τον ‘Ιαν Άντονι, επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκής ασφάλειας στο Ινστιτούτο SIPRI και εμπειρογνώμονα για τη Ρωσία, τα τελευταία στοιχεία περιέχουν ήδη την απάντηση του ΝΑΤΟ «στη ρωσική
Η Γερμανία, ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων, πούλησε επίσης λιγότερο οπλισμό, η πτώση ήταν της τάξης του 19%. Αντίθετα οι εξαγωγές όπλων από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 14% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο της έρευνας και η Γαλλία, νούμερο τρία της παγκόσμιας κατάταξης, κατέγραψε αύξηση που έφτασε το 59%. Ακόμα κι αν τα στοιχεία του SIPRI καλύπτουν μόνο την περίοδο μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η κλιμακούμενη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση προδιαγραφόταν ήδη. «Η σημαντική επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών και της Ρωσίας ήταν ένας
Οι συμφωνίες για αγορά όπλων έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στις διατλαντικές σχέσεις στον τομέα της ασφάλειας. Οι ΗΠΑ ήταν μακράν ο κύριος προμηθευτής των Ευρωπαίων, ιδιαίτερα στα πολεμικά αεροσκάφη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία και η Ολλανδία παρήγγειλαν μαζί 71 αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35. Το 2020/21 ήρθαν νέες παραγγελίες από χώρες που αισθάνονται ότι απειλούνται ιδιαίτερα από τη Ρωσία, όπως η Φινλανδία και η Πολωνία. Αλλά και η Γερμανία παρήγγειλε πέντε αεροσκάφη ανθυποβρυχιακού πολέμου τύπου P-8A από τις ΗΠΑ. Το διάστημα 2017-2021 η ίδια η Ουκρανία εισήγαγε πολύ λίγο οπλισμό. Το SIPRI το εξηγεί εν μέρει με «τη χαμηλή οικονομική ισχύ της χώρας και το γεγονός ότι η Ουκρανία έχει τις δικές της αμυντικές βιομηχανικές δυνατότητες και εκτεταμένα αποθέματα όπλων», κυρίως από τη σοβιετική περίοδο.
«Η Ρωσία δεν μπορεί να είναι πλέον εταίρος για το απώτερο μέλλον»
Επίσης, σύμφωνα με το ινστιτούτο, «μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022, αρκετοί από τους κορυφαίους εξαγωγείς όπλων είχαν περιορίσει τις πωλήσεις τους στην Ουκρανία ανησυχώντας ότι θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια σύγκρουση. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι αυτή η ανησυχία δεν απέτρεψε τη ρωσική επιθετικότητα. Από
Σύμφωνα με τους ειδικούς του SIPRI, τα μαχητικά και αναγνωριστικά drones τύπου «Bayraktar» από την Τουρκία έχουν μεγάλη στρατιωτική σημασία σε αυτόν τον πόλεμο. Υπάρχουν επίσης επανειλημμένες εικόνες κατεστραμμένων ρωσικών αρμάτων μάχης από τη χρήση αμερικανικών αντιαρματικών πυραύλων «Javelin». Ωστόσο, ο Ίαν Άντονι πιστεύει ότι κανένα μεμονωμένο οπλικό σύστημα δεν πρόκειται να καθορίσει την έκβαση αυτού του πολέμου. «Η εστίαση της Ρωσίας στις πολιορκίες, η χρήση βαρέος πυροβολικού και οι αστοχίες των βομβαρδισμών από αέρος δείχνουν ότι όποιες συζητήσεις κι αν γίνονται για νέες τεχνολογίες όπλων που καθορίζουν την έκβαση ενός πολέμου, πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή».
Ποια στρατηγικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν λοιπόν μετά από μερικές εβδομάδες πολέμου; «Ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη αλλάξει ριζικά την πολιτικο-στρατιωτική γεωγραφία της Ευρώπης», υποστηρίζει ο Ίαν Άντονι. «Δεν μπορεί να υπάρχουν πλέον αυταπάτες για πιθανή συνεργασία με τη Ρωσία σε ένα πλαίσιο ολοκληρωμένης έννοιας ασφάλειας, όπως συμφωνήθηκε τη δεκαετία του 1990. Η Ρωσία δεν μπορεί να είναι πλέον εταίρος για το απώτερο μέλλον». Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα του SIPRI, η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δίνει επίσης το δικαίωμα στο ΝΑΤΟ να εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις της έναντι της Μόσχας για τους ανατολικοευρωπαίους εταίρους της. «Το ΝΑΤΟ έχει πλέον απαλλαγεί από τις υποσχέσεις που έδωσε στη Ρωσία για μόνιμη στάθμευση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων μάχης σε αυτές τις χώρες».
Πηγή: Deutsche Welle