Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η κυβέρνηση συνασπισμού του Scholz φαίνεται αβέβαιη για το είδος της σχέσης που θέλει να έχει με το Πεκίνο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αφυπνίσει τη Γερμανία όσο αφορά τον κίνδυνο να διαθέτει μια οικονομία που βασίζεται υπερβολικά στις πρώτες ύλες που παρέχονται από έναν αυταρχικό ισχυρό ηγέτη. Όμως, καθώς ο Γερμανός καγκελάριος, ολοκλήρωσε την επίσκεψη του στο Πεκίνο, υπάρχουν ερωτήματα για το αν θα προτιμούσε να παραβλέψει τα μαθήματα από το πρόσφατο παρελθόν.

Ο Scholz είναι ο πρώτος εκπρόσωπος μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας στον οποίο παραχωρήθηκε κρατική επίσκεψη στην Κίνα – από το ξέσπασμα της πανδημίας στη Γουχάν το 2019 και μετά – και είναι ο πρώτος σημαντικός πολιτικός ηγέτης που συνάντησε τον  Xi Jinping από τότε που ο Κινέζος πρόεδρος εδραίωσε την εξουσία του στην κορυφή του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ο Γερμανος καγκελάριος ταξίδεψε στο Πεκίνο την Παρασκευή, ως εκπρόσωπος μιας κυβέρνησης που έχει ορκιστεί να γυρίσει σελίδα από την εποχή της Angela Merkel, όταν η Γερμανία πίεσε για στενότερη οικονομική συνεργασία με την Κίνα – στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008 και εδραίωσε τη σχέση της με πάνω από 12 κρατικές επισκέψεις στην Κίνα, στη 16ετή θητεία της Merkel.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η σημερινή γερμανική τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού, αντίθετα, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μειώσει την οικονομική της εξάρτηση από την Κίνα και να ενισχύσει τις σχέσεις με άλλα δημοκρατικά κράτη της Ασίας. Στη συμφωνία του συνασπισμού που υπεγράφη στα τέλη του περασμένου έτους, η σχέση της με την Κίνα χαρακτηρίστηκε ως «συστημική αντιπαλότητα» και τονίστηκε η ανάγκη να αντιμετωπιστούν «γεωπολιτικά ζητήματα και θέματα πολιτικής ασφάλειας σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους κρίσιμους εταίρους του Ινδο – Ειρηνικού όπως η Ιαπωνία, Αυστραλία και Ινδία».

Τέτοιοι σκεπτικιστικοί θόρυβοι για την Κίνα επαναλαμβάνονται από την κοινότητα πληροφοριών της Γερμανίας, με τον επικεφαλής της εγχώριας υπηρεσίας κατασκοπείας να προειδοποιεί σε πρόσφατη κοινοβουλευτική ακρόαση ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει μεγαλύτερη απειλή από τη Ρωσία. «Αν η Ρωσία είναι μια καταιγίδα, η Κίνα είναι η κλιματική αλλαγή», είπε ο Thomas Haldenwang.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, Merkel και Gerhard Schroeder, ο Scholz έκανε τον Απρίλιο, το Τόκιο όχι το Πεκίνο, τον προορισμό του πρώτου επίσημου ταξιδιού του στην Ασία. Οι κυβερνητικοί σύμμαχοι του υποστήριξαν, εκείνη την εποχή, ότι ήταν σύμβολο μιας επαναξιολόγησης των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων της Γερμανίας. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung την Τετάρτη, ο Scholz είπε ότι η Κίνα ασχολείται τώρα περισσότερο με ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική αυτονομία και ασφάλεια. «Αν αλλάξει η Κίνα, πρέπει να αλλάξουν και οι σχέσεις μας με την Κίνα», έγραψε.

Όμως μέχρι τώρα, ο καγκελάριος έχει δώσει ελάχιστες ενδείξεις για το τι θα σημαίνει στην πράξη αυτή η επαναξιολόγηση. Διατυπώνονται πάντως φόβοι ότι η επανεκτίμηση έχει επαναξιολογηθεί για άλλη μια φορά. Την περασμένη εβδομάδα, η καγκελαρία του Scholz προώθησε μια συμφωνία που επιτρέπει στην κινεζική κρατική ναυτιλιακή εταιρεία Cosco να αγοράσει μερίδιο 24,9% σε τρεις τερματικούς σταθμούς στο μεγαλύτερο λιμάνι της Γερμανίας, στο Αμβούργο, ενάντια στην έντονη κριτική από τους εταίρους του στο συνασπισμό των Πρασίνων και του φιλελεύθερου κόμματος.

Αυτή την εβδομάδα, ο Scholz ταξίδεψε ανατολικά, όπως παλιά η Merkel, με μια αντιπροσωπεία CEOs βιομηχανικών κολοσσών στη αποστολή. Εκπροσωπούν, μεταξύ άλλων, την εταιρεία χημικών BASF και τις αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen και BMW – τις τρεις εταιρείες που κυριάρχησαν στις ευρωπαϊκές επενδύσεις στην κινεζική αγορά πέρυσι, παρόλο που άλλοι επιχειρηματικοί τομείς στην ήπειρο έγιναν πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά τη διοχέτευση χρημάτων στη χώρα.

«Η απόφαση να ταξιδέψουμε στο Πεκίνο με μια αντιπροσωπεία ηγετών του κλάδου είναι προβληματική», δήλωσε ο Noah Barkin, ειδικός στις κινεζογερμανικές σχέσεις στην αμερικανική ερευνητική εταιρεία Rhodium Group. «Είναι δύσκολο να στείλεις σκληρά μηνύματα για τη Ρωσία, την Ταϊβάν και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ οι διευθύνοντες σύμβουλοι σου κάθονται στο διπλανό δωμάτιο και θέλουν να μιλήσουν για επενδύσεις» συνέχισε. Πρόσθεσε επίσης ότι: «είναι κατανοητό ότι η Merkel παρέμεινε σε μια πολιτική εμπλοκής με την Κίνα στο τέλος της θητείας της. Είναι λιγότερο κατανοητό το ότι ο Scholz επιστρέφει σε αυτή τη στρατηγική μετά από λιγότερο από ένα χρόνο στην εξουσία».

Μια εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση της Γερμανίας, της οποίας η τρικομματική δομή καθιστά το αργό έργο της οικοδόμησης συναίνεσης πιο ουσιαστικό από ποτέ, εξακολουθεί να είναι αβέβαιη για το ποια ακριβώς θα είναι η στρατηγική της για την Κίνα.

Σε μια πρόσφατη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική στο Βερολίνο, ο επικεφαλής προσωπικού του Scholz, Wolfgang Schmidt, εξέφρασε βαθύ σκεπτικισμό σχετικά με την ιδέα «ότι πρέπει να αποσυνδεθούμε από την Κίνα». «Ναι, υπάρχει κίνδυνος να το κάνει η Κίνα», είπε. «Αλλά αυτό θα εξαθλιώσει ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας». Ένα επιχείρημα άκυρο, λένε οι επικριτές, αφού καμία πολιτική προσωπικότητα στη Δύση δεν έχει υποστηρίξει την πλήρη διακοπή των οικονομικών δεσμών με την Κίνα από το τέλος της θητείας του Donald Trump στον Λευκό Οίκο.

Ο «συστημικός ανταγωνισμός» μπορεί να είναι γραμμένος στη συμφωνία συνασπισμού του Scholz, αλλά το πόσο βαθιά πρόκειται να πάει αυτός ο ανταγωνισμός δεν έχει ακόμη συζητηθεί πλήρως. «Ο «συστημικός ανταγωνισμός» αναφέρεται μόνο σε μια σύγκρουση στη γεωπολιτική αρένα ή πρόκειται για έναν ανταγωνισμό μεταξύ θεμελιωδώς αντίθετων πολιτικών και οικονομικών πεποιθήσεων» ρώτησε ο Tim Rühlig, ειδικός στην Κίνα στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP). «Υποψιάζομαι ότι η ομάδα του Scholz στην καγκελαρία εξακολουθεί να προσπαθεί να το καταλάβει» συμπλήρωσε.

Με τη γερμανική κυβέρνηση να αντιμετωπίζει μια λαϊκη αντίδραση για τους αυξανόμενους λογαριασμούς ενέργειας αυτόν τον χειμώνα και τις επιχειρηματικές ενώσεις να ανησυχούν για τα σενάρια δελτίου φυσικού αερίου, μπορεί να φαίνεται σοφό για τον Scholz να αφιερώσει το χρόνο του στην επίσκεψη στην Κινα. Η στροφή σε δεκαετίες στρατιωτικής και ενεργειακής πολιτικής είναι ήδη ένα τόσο δαπανηρό και πολιτικά επικίνδυνο εγχείρημα που οι ηγέτες της Γερμανίας θα μπουν στον πειρασμό να αφήσουν το ζήτημα της Κίνας να κρέμεται για λίγο ακόμα.

Ο Scholz έγραψε στο άρθρο του αυτή την εβδομάδα ότι η οδυνηρή εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου σήμαινε ότι η χώρα του δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για παγκόσμιες δομές εξουσίας που συγχωνεύονται και πάλι γύρω από δύο μπλοκ. Ο Rühlig είπε: «Υπάρχει ένα επιχείρημα ότι οι συνέπειες από τον πόλεμο της Ουκρανίας ασκούν ήδη μεγάλη υπαρξιακή πίεση στη γερμανική οικονομία και ότι η εστίαση της καγκελαρίου προς το παρόν πρέπει να είναι στο να διατηρήσει το πλοίο στην πορεία του. Εάν αυτή είναι η άποψη, τότε μπορεί να έχει νόημα να συνεχίσουμε να κάνουμε κάποιες συμφωνίες όπως το τερματικό του λιμανιού του Αμβούργου».

Οι σύμμαχοι του Scholz επισημαίνουν ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας της Cosco, η κινεζική εταιρεία θα αποκτήσει μικρότερο μερίδιο από ό,τι είχε συζητηθεί προηγουμένως, μερικούς τερματικούς σταθμούς και όχι ολόκληρο το λιμάνι και με εμπόδια στον επενδυτή να αποκτήσει δικαιώματα βέτο σε στρατηγικές επιχειρηματικές αποφάσεις. «Όμως το βασικό ερώτημα για τον Scholz είναι πόσος χρόνος θα μεσολαβήσει μέχρι να υπάρξει μια μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση στην οποία θα εμπλέκεται η Κίνα», αναρωτηθηκε ο Rühlig. «Προσωπικά, πιστεύω ότι μια κλιμάκωση της κατάστασης στην Ταϊβάν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια δεν είναι τόσο απίθανη» συμπληρώνει.

Μια κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Δύσης, που ενδεχομένως συνεπάγεται κυρώσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, δεν θα έπληττε μόνο τη γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων και χημικών. Αγαθά αξίας 246,1 δισ. ευρώ διακινήθηκαν μεταξύ Γερμανίας και Κίνας το 2021, καθιστώντας την Κίνα τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, για έκτη συνεχή χρονιά. Αλλά με την Κίνα να αντιπροσωπεύει μόνο το 8% περίπου των γερμανικών προϊόντων που αποστέλλονται στο εξωτερικό, η εξάρτησή της από τις εξαγωγές δεν είναι μεγαλύτερη από αυτή της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας ή των ΗΠΑ.

Ωστόσο, όσον αφορά τις πρώτες ύλες, που είναι βασικές για την ψηφιακή οικονομία και τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Γερμανία και η υπόλοιπη Ευρώπη εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της Κίνας για εξόρυξη μαγνησίου, σπάνιων γαιών και βισμούθιου ή επεξεργασμένου λιθίου, μαγγανίου και νικελίου. Μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν θα μπορούσε να ανατρέψει τα γερμανικά σχέδια για επέκταση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αιολικά και ηλιακά πάρκα.]

Έχοντας κατά νου ένα τέτοιο σενάριο, αναλυτές όπως ο Rühlig λένε ότι η μείωση των στρατηγικών τρωτών σημείων της Γερμανίας στην Κίνα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά επείγουσα. «Μπορεί να ήμασταν σε θέση να απογαλακτιστουμε από τη ρωσική ενέργεια μέσα σε δύο χειμώνες», είπε ο Rühlig. «Το άνοιγμα ομως νέων ορυχείων για την ανακάλυψη πρώτων υλών που παίρνουμε αυτή τη στιγμή από την Κίνα διαρκεί μια δεκαετία».

Πηγή: The Guardian

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης