Εφετείο της Ουάσινγκτον απέφυγε να αποφανθεί σήμερα αν ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δικαιούται να προστατευθεί από την πρώτη από τις δύο αγωγές για συκοφαντική δυσφήμηση που έχει καταθέσει σε βάρος του η αρθρογράφος Ε. Τζιν Κάρολ, η οποία ισχυρίζεται ότι τη βίασε πριν από περίπου τρεις δεκαετίες.
Το ανώτατο τοπικό δικαστήριο, το Εφετείο της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας, ανέφερε ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να αποφασίσει εάν ο Τραμπ ενεργούσε ως πρόεδρος όταν, τον Ιούνιο του 2019, κατηγόρησε την Κάρολ ότι ψεύδεται για την υποτιθέμενη συνάντησή τους. Έτσι, έστειλε την υπόθεση πίσω στο 2ο Περιφερειακό Εφετείο του Μανχάταν, που τον περασμένο Σεπτέμβριο είχε ζητήσει τη συνδρομή του. Το Εφετείο της Ουάσινγκτον έκρινε ότι το 2ο Περιφερειακό Εφετείο ή ένας ομοσπονδιακός δικαστής του Μανχάταν θα πρέπει να αξιολογήσει τον ρόλο του Τραμπ στην υπόθεση.
Οι δικηγόροι του Τραμπ και της Κάρολ δεν ήταν άμεσα διαθέσιμοι για κάποιο σχόλιο.
Με την απόφαση αυτή, προς το παρόν, παραμένουν ενεργές και οι δύο αγωγές της Κάρολ εναντίον του Τραμπ για τη φερόμενη συνάντησή τους, στα τέλη του 1995 ή τις αρχές του 1996 στα δοκιμαστήρια του πολυκαταστήματος Bergdorf Goodman στο Μανχάταν. Η Κάρολ, που την εποχή εκείνη αρθρογραφούσε στο περιοδικό Elle, περιέγραψε τη συνάντησή τους σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων της που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 2019. Ο Τραμπ είπε τότε σε έναν δημοσιογράφο, στον Λευκό Οίκο, ότι δεν γνώριζε την Κάρολ, ότι «δεν ήταν ο τύπος του» και ότι εκείνη επινόησε την ιστορία του βιασμού για να πουλήσει το βιβλίο της. Επανέλαβε τη διάψευσή του τον Οκτώβριο του 2022, όταν χαρακτήρισε τον ισχυρισμό της «φάρσα», «ψέμα», «απατεωνιά» και «απάτη» σε ανάρτηση στον ιστότοπό του, το Truth Social.
Η δίκη για τη δεύτερη αγωγή είναι προγραμματισμένη για τις 25 Απριλίου στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν και ο Τραμπ επιδιώκει να καθυστερήσει την εκδίκασή της.