Νοσοκόμα της UNICEF, που απήχθη πριν από έξι χρόνια από τζιχαντιστές στη βορειοανατολική Νιγηρία κι εξαναγκάστηκε δυο φορές να παντρευτεί ηγετικά στελέχη τους, ανέκτησε την ελευθερία της, κατάφερε να αποδράσει, ανακοίνωσαν χθες Παρασκευή οι ένοπλες δυνάμεις της αφρικανικής χώρας.

Η Άλις Λόξα είχε απαχθεί από την τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος στη Δυτική Αφρική (ΙΚΔΑ), μαζί με δυο μαίες της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (ΔΕΕΣ), την 1η Μαρτίου 2018, κατά τη διάρκεια επίθεσης εναντίον της πόλης Ραν (βορειοανατολικά), όπου σκοτώθηκαν τρεις εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικούς οργανισμούς κι οκτώ στρατιωτικοί.

Οι δυο εργαζόμενες της ΔΕΕΣ, η Χάουα Λίμαν και η Σαϊφούρα Χόρσα, τουφεκίστηκαν από τους τζιχαντιστές έπειτα από μερικούς μήνες ομηρίας.

«Εξαναγκάστηκε να παντρευτεί ηγέτη τον τρομοκρατών ονόματι Αμπού Όμαρ, με τον οποίο απέκτησε γιο», εξήγησε ο στρατηγός Κένεθ Τσίγκμπου κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην πόλη Μαϊντουγκούρι (βορειοανατολικά) χθες.

Μετά τον θάνατο του Αμπού Όμαρ το 2022, η Άλις Λόξα εξαναγκάστηκε να παντρευτεί άλλο διοικητή του ΙΚΔΑ.

Κατάφερε εντέλει να αποδράσει την 24η Οκτωβρίου και συνάντησε περίπολο του στρατού πέντε ημέρες αργότερα, διευκρίνισε ο στρατηγός Τσίγκμπου.

Πηγή στις υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή σημείωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο πως πλέον καταβάλλονται προσπάθειες να επιλυθούν οι «επιπλοκές» της υπόθεσης της Άλις Λόξα, που ήταν ήδη παντρεμένη κι είχε δυο παιδιά όταν απήχθη.

«Έχουμε στα χέρια μας πολύ λεπτό ζήτημα, διότι ο άντρας της ξαναπαντρεύτηκε μετά την απαγωγή της, καθώς πίστευε πως ήταν νεκρή, και τώρα εκείνη επανεμφανίστηκε, με το παιδί κάποιου άλλου», εξήγησε η πηγή, προσθέτοντας πως την ανησυχεί η αντιμετώπιση που ενδέχεται να υποστούν η νοσοκόμα και ο γιος της αν «επιστρέψουν στην οικογένεια, που δύσκολα θα αποδεχόταν το παιδί».

Οι μαζικές απαγωγές, ειδικά νεαρών και μικρών κοριτσιών, πολλαπλασιάστηκαν αφότου άρχισε ο ανταρτοπόλεμος των τζιχαντιστών της Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία, πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια.

Στον ατελείωτο πόλεμο έκτοτε σκοτώθηκαν πάνω από 40.000 άνθρωποι κι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους άλλοι δυο εκατομμύρια και πλέον, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.

Το 2014, η τζιχαντιστική οργάνωση απήγαγε 276 μαθήτριες στο Τσιμπόκ, στην πολιτεία Μπόρνο (βορειοανατολική Νιγηρία), προκαλώντας αγανάκτηση και κατόπιν εγχώρια και παγκόσμια κινητοποίηση, με κεντρικό σύνθημα «Bring back our girls» («δώστε μας πίσω τα κορίτσια μας»). Περίπου εκατό από τις μαθήτριες συνεχίζουν ως ακόμη και σήμερα να αγνοείται τι απέγιναν.

Η Μπόκο Χαράμ, το ΙΚΔΑ (γεννήθηκε όταν η πρώτη οργάνωση διασπάστηκε) και πάνοπλες συμμορίες, που οι αρχές αποκαλούν γενικά bandits, συνεχίζουν πάντα να διαπράττουν απαγωγές στη βορειοανατολική Νιγηρία, όπως και στη βορειοδυτική και στην κεντρική.

Σύμφωνα με αναλυτές, η οικονομική κρίση που μαστίζει την πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής -η χειρότερη των τελευταίων τριάντα χρόνων- ντόπαρε ακόμη περισσότερο τις απαγωγές.

Ήδη τον Ιανουάριο, η νιγηριανή εταιρεία συμβούλων SBM ανακοίνωνε πως κατέγραψε 4.777 απαγωγές αφότου ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος Μπόλα Άχμεντ Τινούμπου, τον Μάιο του 2023.

Ωστόσο γενικά οι αριθμοί για τις υποθέσεις αυτής της φύσης δεν θεωρούνται αξιόπιστοι, καθώς πολλές απαγωγές δεν αναφέρονται στις αρχές.