Άλλες δεκαεννέα πετρελαιοπηγές πυρπόλησαν σήμερα οι τζιχαντιστές προκειμένου να επιβραδύνουν την προέλαση των ιρακινών δυνάμεων, στo πλαίσιο της επίθεσης για την απελευθέρωση της Μοσούλης που ξεκίνησε το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου. Μόνο δύο έχουν σβήσει εντελώς, σύμφωνα με ανακοίνωση της πυροσβεστικής.
Για τρεις μήνες, το τοξικό σύννεφο των αναθυμιάσεων καλύπτει συνεχώς τον ουρανό της Qayyarah και τη γύρω περιοχή, με ένα παχύ στρώμα αιθάλης. Για την καταπολέμηση αυτών των πυρκαγιών, οι ιρακινοί πυροσβέστες δηλώνουν ότι η ζωή τους, τους τελευταίους μήνες «έχει μετατραπεί σε μία κόλαση δίχως τέλος» επιχειρώντας υπό άθλιες συνθήκες καθημερινά να «δαμάσουν» τις φλόγες των πετρελαιοπηγών στην περιοχή της Μοσούλης, που καίγεται από το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο.
Τον περασμένο Αύγουστο, οι τζιχαντιστές είχαν βάλει φωτιά σε 10 πετρελαιοπηγές για να επιβραδύνουν την προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων προς την Qayyarah, ως μέρος της επίθεσης για την ανακατάληψη της Μοσούλης από την Daech, το τελευταίο σημαντικό προπύργιο της τρομοκρατικής οργάνωσης στη χώρα.
«H ομοσπονδιακή αστυνομία πρέπει προτού περάσουν οι ειδικοί την είσοδο των φρεατίων, να εντοπίσουν τις νάρκες που έχουν φυτέψει οι τζιχαντιστές, ούτως ώστε οι πυροσβέστες να μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους», δήλωσε ο Χόντρ Σάλεχ Αχμάντ, ένας αξιωματικός της αστυνομίας, στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μόλις η περιοχή ελεγχθεί και κριθεί ασφαλής, οι πυροσβέστες με «ενέσεις» στα πηγάδια μέσω σωλήνων, που τοποθετούνται μέσα και κάτω από το χώμα αντλούν νερό, μία μακρά διαδικασία όμως, που προϋποθέτει χρόνο.
Το τοξικό νέφος που προκύπτει από την ανάφλεξη των πετρελαιοπηγών αποτελεί έναν πραγματικό κίνδυνο για την υγεία των πυροσβεστών. Σύμφωνα με το περιβαλλοντικό πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών, η φωτιά του αργού πετρελαίου “παράγει ένα ευρύ φάσμα ρύπων, συμπεριλαμβανομένης της αιθάλης και των αερίων που οδηγούν σε προβλήματα υγείας, όπως ερεθισμό του δέρματος και δυσκολία στην αναπνοή”. Δεκάδες ασθενοφόρα βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής κοντά στις περιοχές για τα θύματα ασφυξίας ή για τραυματίες από ζημιές που προκλήθηκαν από τις εκρήξεις.
Εχθές το βράδυ ένας αστυνομικός υπεύθυνος για την ασφάλεια στην περιοχή μιας πετρελαιοπηγής, σκοτώθηκε από νάρκη που πάτησε και εγκαταλείφθηκε από τους τζιχαντιστές που είχαν καταλάβει το μέρος.
Στη Μοσούλη «ζούσαμε με το φόβο» κάτω από το ζυγό του Isis
Ιρακινοί που ζούσαν, από τον Ιούνιο του 2014 υπό τη βασιλεία του… τρόμου της οργάνωσης του Ισλαμικού Χαλιφάτου, περιγράφουν ένα καθημερινό μαρτύριο.
Στην Σαντάμ, στα βορειοανατολικά της Μοσούλης, ο Μόχερ έπρεπε να κρύβει τους δύο γιους του, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, από τους τζιχαντιστές που «χτένιζαν» τις περιοχές για να στρατολογήσουν παιδιά στο όνομα του Isis.
Κατά τη διάρκεια των δυόμισι χρόνων της κυριαρχίας της Daech (Ισλαμικό Χαλιφάτο), ένας άλλος άνθρωπος έκρυβε τις οικονομίες του κάτω από το χώμα στον κήπο του, μέχρι την ανακατάληψη της περιοχής από τις ιρακινές δυνάμεις αντιτρομοκρατίας. Η εμφάνιση των ελίτ στρατιώτων μια μέρα στην πόρτα του (στις 9 Νοεμβρίου) ήταν γι’ αυτόν όπως λέει «μία λύτρωση». «Η κατάληψη της Μοσούλης από τις δυνάμεις του σκότους της EI, τον Ιούνιο του 2014 ήταν αιφνίδια. Mέσα σε τρεις μέρες όλα άλλαξαν κυρίως στις παραμελήμενες γειτονιές. Έκαιγαν σπίτια και σκότωναν όλους τους φτωχούς χωρικούς που πίστευαν στο Χριστό, στο όνομα του Τζιχάντ, διότι αντιμετωπίζονταν ως άπιστοι» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στην πόλη Σαντάμ που είχε γίνει ένα από τα πιο φημισμένα προπύργια «Ζαρκάουι» (από το όνομα του ιδρυτή της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι) βρίσκονταν περίπου 500 μαχητές του τζιχάντ, λέει ο Γιοσέφ κάτοικος του απέναντι χωριού και προσθέτει ότι οι ηγέτες τους, που είχαν πιο κεντρικό ρόλο, μετακινήθηκαν στις πολυτελείς βίλες, που είχαν εγκαταλείψει οικογένειες χριστιανών.
«Μετά τις επιθέσεις του ιρακινού στρατού τα πιο πολλά μέλη της Daech και οι ηγέτες τους έχουν ταξιδέψει πίσω στο κάστρο τους, στην παλαιά πόλη της Μοσούλης» αναφέρει ο Γιοσέφ και συμπληρώνει: «Ο φόβος μας τώρα για το μέλλον, είναι ένας. Μήπως βγουν νικητές και δούμε ξανά στα μέρη μας την επιστροφή τους».
Επιμέλεια: Φάνης Επιτροπάκης