Η υπόθεση αλλαγής κυβέρνησης στην Άγκυρα λαμβάνεται πλέον σοβαρά υπ’ όψιν στο Παρίσι, με τον γαλλικό Τύπο να χαρακτηρίζει τον Ερντογάν «διπρόσωπο σουλτάνο» και «Τούρκο Μακιαβέλλι», αλλά και τους αναλυτές να διερευνούν πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ σε περίπτωση ήττας του. “Μια νίκη του Ερντογάν θα ήταν μια νίκη του Πούτιν”, αναφέρει στην εφημερίδα Le Monde ο Μαρκ Πιερίνι, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Carnegie Europe και πρώην πρεσβευτής της ΕΕ στην Άγκυρα, επισημαίνοντας ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε μια καλή ιδέα για το διπλό παιχνίδι του Ερντογάν.
“Αν οι Τούρκοι ψηφοφόροι καταφέρουν να εκδιώξουν τον Ερντογάν από το προεδρικό του μέγαρο, θα είναι μια σημαντική γεωπολιτική καμπή”, αναφέρει ακόμη ο Αράντσα Γκονζάλες, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας και κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Υποθέσεων στο Παρίσι, σημειώνοντας ότι η οικονομική κρίση, η χαοτική διαχείριση του πρόσφατου σεισμού και η κόπωση ενός μέρους του εκλογικού σώματος απέναντι σε μια όλο και πιο αυταρχική εξουσία δίνουν ελπίδες στον συνασπισμό της αντιπολίτευσης.
“Αν ο Ερντογάν χάσει και αποδεχθεί την ήττα, αυτό αλλάζει πολλά πράγματα» υποστηρίζει, σύμφωνα με την εφημερίδα, γαλλική διπλωματική πηγή, η οποία εκτιμά ότι η ΕΕ θα προσαρμόσει την αντίδρασή της στην έκταση της “δημοκρατικής ανανέωσης” που έχει εξαγγείλει η αντιπολίτευση. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, κανείς δεν σκέφτεται την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Σύμφωνα με την εφημερίδα, η ΕΕ θα μπορούσε να προτείνει τον εκσυγχρονισμό της μακροχρόνιας τελωνειακής ένωσής της με την Τουρκία, επεκτείνοντάς την στις υπηρεσίες. “Τα θέματα θα παραμείνουν δύσκολα, αλλά το κλίμα θα είναι πιο ήρεμο”, εκτιμά ο Πιερίνι κάνοντας λόγο για προβλέψιμες δυσκολίες στο θέμα της Συρίας.
Η οικονομική εφημερίδα Les Echos αναφέρει από την πλευρά της ότι στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, περιμένουν τα αποτελέσματα των τουρκικών εκλογών με την ελπίδα μιας νίκης της αντιπολίτευσης, αλλά και με τον Μενζαμέν Κουτό, ερευνητή στο Ινστιτούτο Ντελόρ να εκτιμά, ότι «είτε ο Ερντογάν διατηρήσει την εξουσία, είτε κερδίσει η αντιπολίτευση, αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά τις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον αρχικά.»
Σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ επισημαίνεται η μη προβολή του αιτήματος κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, με τον Κουτό να σημειώνει, ότι «οι περισσότεροι Τούρκοι δεν πιστεύουν πλέον σε αυτό».
«Για την Ευρώπη, η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι επίσημα θαμμένη, αλλά δεν είναι και στην ημερήσια διάταξη. Όποιος και να κερδίσει, είναι απίθανο να βγούμε από αυτή την ασάφεια», υποστηρίζει εξάλλου διπλωματικός σύμβουλος μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης της τελωνειακής ένωσης, χαλάρωσης της πολιτικής βίζας για τους Τούρκους ή ακόμη και ένταξη της Τουρκίας στα έργα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου», εκτιμά υπουργός σκανδιναβικής χώρας, που επίσης επικαλείται η εφημερίδα.
Ωστόσο, κατά τον αναλυτή Λουίτζι Σκατζιέρι, «ακόμα κι αν η αντιπολίτευση κερδίσει την Κυριακή, οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να περιμένουν από την Τουρκία να συμπεριφερθεί όπως πριν», καθώς, όπως παρατηρεί, «η χώρα είναι πλουσιότερη από ό,τι πριν από είκοσι χρόνια και πιο ισχυρή σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο». Κατά τον ίδιον, «η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως δεν είναι πλέον τόσο σημαντική για την ‘Αγκυρα», ενώ «μια επιτυχημένη Τουρκία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ πιο εύκολο να φανταστεί κανείς, από ό,τι πριν».
Tην άποψη, ότι οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου στην Τουρκία, θα μπορούσαν να βάλουν τέλος σε είκοσι χρόνια εξουσίας αυτού του «διπρόσωπου Σουλτάνου», διατυπώνει από την πλευρά της η Figaro, σημειώνοντας πως οι δυτικοί, αν και έχουν αποφύγει να υποστηρίξουν ανοιχτά τον έναν ή τον άλλον από τους υποψηφίους, ελπίζουν, ότι ο διάδοχός του Ερντογάν θα ανατρέψει την αυταρχική μετατόπιση της χώρας.
Η εφημερίδα θεωρεί το διακύβευμα μεγάλο, θέτοντας τα ακόλουθα ερωτήματα: «Ποιες θα ήταν οι γεωπολιτικές συνέπειες μιας εναλλαγής στην Τουρκία, σε μια εποχή που διαμορφώνεται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, στην οποία είναι αντιμέτωπες οι φιλελεύθερες δημοκρατίες με το δεσποτικό αντί-μοντέλο, που ενσαρκώνουν η Κίνα και η Ρωσία;
Θα μπορούσε τελικά η Δύση να απαλλαγεί από αυτόν τον Σουλτάνο με τα δύο πρόσωπα, αυτόν τον δυσκίνητο σύμμαχο, που κινείται επιδέξια ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, για να παίξει έναν ρόλο στη διεθνή σκακιέρα, που ξεπερνά κατά πολύ το πραγματικό βάρος της χώρας του;» Η Figaro επιρρίπτει ευθύνες σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστρία, οι οποίες κατά το παρελθόν έδωσαν, όπως σημειώνει, στους Τούρκους υποσχέσεις ευρωπαϊκής προοπτικής τις οποίες γνώριζαν πως δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν.
«Ονειρευόμενος τον εαυτό του ως νέο Μωάμεθ Πορθητή, ο Ερντογάν κολακεύει την εθνικιστική ίνα του λαού του και υπόσχεται να αποκαταστήσει την υπερηφάνειά του, ανακινώντας τα παλιά όνειρα της αυτοκρατορίας, υπογραμμίζει η γαλλική εφημερίδα παραθέτοντας στη συνέχεια την πολιτική του Τούρκου προέδρου στη Συρία, το Ιράκ, την Ανατολική Μεσόγειο, την Αρμενία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου, όπως σημειώνει, «ως τρομερός στρατηγός ανάβει ή πυροδοτεί φωτιές όπου μπορεί για να επεκτείνει την επιρροή της Τουρκίας». Επικρίνει δε την πολιτική του «στη Λιβύη, στη Μεσόγειο ή στην Κύπρο, για να βάλει στα χέρια τους υδρογονάνθρακες», την ανάμειξή του «στα ρήγματα, που άνοιξαν οι Ρώσοι ή οι δυτικοί σύμμαχοί», τις ενέργειες του ενάντια στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, καθώς και την εκμετάλλευση του μεταναστευτικού.
Σε ανάλυση με τίτλο «Ο Τούρκος Μακιαβέλι», η Figaro περιγράφει τέλος τη στάση του έναντι του πολέμου στην Ουκρανία, σημειώνοντας, ότι κατάφερε να χρησιμοποιήσει τη θέση του για να διατηρήσει πάση θυσία κάποια νομιμότητα με τους Δυτικούς, πείθοντάς τους ότι η στρατηγική του αξία ξεπερνούσε τις προδοσίες του. Οι δυτικοί, καταλήγει η γαλλική εφημερίδα, υπολογίζουν ότι όλα αυτά είναι καλύτερα από το να επισημοποιηθεί το οριστικό διαζύγιο με την Τουρκία και να τη ρίξουν στην αγκαλιά της Ρωσίας και της Κίνας, αλλά ξεκάθαρα ελπίζουν, ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα σηματοδοτήσει την αποχώρηση του Σουλτάνου και θα τους προσφέρει έναν πιο συμβιβαστικό και φιλοδυτικό εταίρο.