Ο κεντροαριστερός πρώην πρόεδρος Λουίς Ινάσιου Λούλα σε δηλώσεις του κάλεσε τον Ζαΐχ Μπολσονάρου να αποδεχθεί την ετυμηγορία της κάλπης εάν χάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της ερχόμενης Κυριακής στη Βραζιλία, εκφράζοντας έτσι την ανησυχία του για ενδεχόμενες πολιτικές αναταράξεις από τη διαφαινόμενη ήττα του ακροδεξιού ηγέτη .
«Ελπίζω πως αν κερδίσω τις εκλογές, θα έχει μια στιγμή ορθοφροσύνης και θα μου τηλεφωνήσει για να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα», είπε ο ιστορικός ηγέτης του Κόμματος Εργαζομένων (PT), 76 ετών, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Σάο Πάολο (νοτιοανατολικά).
«Αν ο Μπολσονάρου χάσει και θέλει να κλάψει (…) έχω χάσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις», συνέχισε ο Λούλα. «Κάθε φορά που γνώριζα την ήττα, γύριζα σπίτι μου. Ούτε έβρισα, ούτε κατηγόρησα κανέναν πέρα από τον εαυτό μου», πρόσθεσε.
Ο κ. Μπολσονάρου έχει θέσει επανειλημμένα υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας στη Βραζιλία κι έχει απειλήσει πως δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα αν ηττηθεί.
Πάντως τις τελευταίες ημέρες φάνηκε να κατεβάζει τον τόνο, καθώς προσπαθεί να προσελκύσει τους τελευταίους αναποφάσιστους, διαβεβαιώνοντας πως θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα αν δεν γίνει τίποτα «αφύσικο».
Οι δύο αντίπαλοι αναμένεται να συγκρουστούν ξανά στο τελευταίο προεκλογικό τηλεοπτικό ντιμπέιτ την Παρασκευή.
«Η στρατηγική κάθε υποψηφίου είναι καταρχήν να προσπαθήσει να πείσει αυτούς που δεν πήγαν να ψηφίσουν (στον πρώτο γύρο), για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Να προσπαθήσει να κερδίσει κάθε ψήφο, να φροντίσει πως θα είναι εύκολο για τον κόσμο να πάει να ψηφίσει», έκρινε χθες ο πρώην πρόεδρος (2003-2010).
Οι εκλογές αυτές «θα δείξουν αν θέλουμε να ζούμε σε δημοκρατία ή στο χάος, τον νεοφασισμό. Αυτό διακυβεύεται. Ελπίζω ότι οι πολίτες θα επιλέξουν τη δημοκρατία», είπε ο Λούλα.
Δημοσκοπήσεις θέλουν τον πρώην πρόεδρο να παραμένει φαβορί της αναμέτρησης (προηγείται με 52% έναντι 48% κατά το ινστιτούτο Datafolha, με 52% έναντι 46,2% κατά το Atlas Intel, με 50% έναντι 43% κατά το IPEC). Ωστόσο, ο κ. Μπολσονάρου συγκέντρωσε πολύ υψηλότερο ποσοστό στον πρώτο γύρο απ’ ό,τι του πίστωναν οι δημοκοπήσεις (έλαβε 43%).