Ο Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN, γκεβαριστές), επισήμως η τελευταία οργάνωση που συνεχίζει την ένοπλη πάλη στην Κολομβία, απείλησε χθες Κυριακή να επιβάλει αποκλεισμό στη χώρα για τρεις ημέρες, σε ένδειξη εναντίωσης στην κυβέρνηση του προέδρου Ιβάν Ντούκε, πάντως οι Αρχές διαβεβαίωσαν ότι οι δυνάμεις επιβολής της τάξης εγγυώνται την ελευθερία της κυκλοφορίας των προσώπων και των αγαθών.
«Εναντίον του Ντούκε και της ανάξιας κυβέρνησής του, ο Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης κηρύσσει ένοπλη απεργία σε όλη την εθνική επικράτεια» από την Τετάρτη, αναφέρει ανακοίνωση του ELN που διανεμήθηκε μέσω των λογαριασμών του στις πλατφόρμες WhatsApp και Telegram.
Η οργάνωση απειλεί συχνά να περιορίσει την ελευθερία κίνησης των προσώπων σε περιοχές που ελέγχει ή θεωρεί σφαίρες επιρροής της, όμως σπανίως το πράττει σε εθνικό επίπεδο.
Το έγγραφο, που δεν υπογράφεται από κανέναν από τους ηγέτες της ένοπλης οργάνωσης, δεν περιέχει καμιά λεπτομέρεια για το πώς θα γίνει αυτή η «ένοπλη απεργία», αν θα στηθούν οδοφράγματα για παράδειγμα.
«Ο πληθυσμός δεν θα μπορεί να μετακινηθεί» παρά μόνο για «κηδείες ή αν χρειάζεται να πάει στο νοσοκομείο λόγω έκτακτου προβλήματος υγείας», πρόσθεσε ο ELN, προειδοποιώντας τους οδηγούς να «υπακούσουν» στην εντολή του να μην κινούνται στους δρόμους.
Ο υπουργός Άμυνας Διέγο Μολάνο κατήγγειλε την ανακοίνωση, που έχει κατ’ αυτόν μοναδικό στόχο να «ενσταλάξει τον φόβο στους Κολομβιανούς».
Ο ELN έχει «δειλούς ηγέτες» που «κρύβονται στη Βενεζουέλα», είπε ο Μολάνο.
«Το σύνολο των δυνάμεων ασφαλείας μας είναι ανεπτυγμένο (…) για να εγγυάται την ελευθερία της κίνησης και των μεταφορών», διαβεβαίωσε.
Μετά τον αφοπλισμό και τη διάλυση της πρώην οργάνωσης ανταρτών Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), ο ELN θεωρείται η τελευταία ενεργή οργάνωση ανταρτών στη χώρα των Άνδεων, όπου πάντως συνεχίζουν να δρουν και άλλες ένοπλες παρατάξεις, ιδίως ομάδες αποστατών των FARC, ακροδεξιοί παραστρατιωτικοί και συμμορίες, που διεκδικούν τον έλεγχο της ιδιαίτερα προσοδοφόρας διακίνησης ναρκωτικών.
Ο ELN, ο οποίος δρα κυρίως στις περιοχές των συνόρων με τη Βενεζουέλα και στον νομό Κάουκα (νοτιοδυτικά), μετρά περίπου 2.450 μαχητές, σύμφωνα με το ανεξάρτητο κολομβιανό ινστιτούτο μελετών INDEPAZ.