Οι κυβερνήσεις της Κίνας και της Ονδούρας άρχισαν χθες Τρίτη διαπραγματεύσεις ενόψει της σύναψης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου των δυο κρατών, μετά την απόφαση που έλαβε τον Μάρτιο η Τεγκουσιγκάλπα να αποκτήσει διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο, τερματίζοντας αυτές με την Ταϊβάν.
Οι δυο κυβερνήσεις έχουν σκοπό να καταλήξουν σε «συμφωνία εμπορίου μεγάλη και δίκαιη», η οποία «θα παίρνει υπόψη τις ασυμμετρίες, τις ευαισθησίες και τις αναπτυξιακές ανάγκες της Ονδούρας», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η ονδουριανή κυβέρνηση.
Η Τεγκουσιγκάλπα ευελπιστεί πως η συμφωνία θα ευνοήσει τις κινεζικές επενδύσεις στο κράτος της κεντρικής Αμερικής και θα ωφελήσει τον αγροτικό τομέα της, διαφοροποιώντας τις εξαγωγές του στην Κίνα.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ονδούρας, ο Ενρίκε Ρέινα, εξηγούσε τη 15η Μαρτίου ότι η απόφαση να διακοπούν οι σχέσεις με την Ταϊβάν δεν είχε ιδεολογικοπολιτικό ελατήριο, σκοπός ήταν να καλυφθούν όσο είναι δυνατόν «οι τεράστιες ανάγκες» της χώρας σε ότι αφορά την οικονομία, καθώς η νήσος αρνήθηκε να αυξήσει την οικονομική βοήθεια που παρείχε.
Κίνα και Ονδούρα σύναψαν διπλωματικές σχέσεις την 26η Μαρτίου, κάτι που συνεπαγόταν αυτόματα τη διακοπή αυτών με την Ταϊβάν, όπως αξιώνει πάγια το Πεκίνο εν ονόματι της πολιτικής της «ενιαίας Κίνας».
Η κινεζική κυβέρνηση χαρακτηρίζει τη νήσο των 23 εκατομμυρίων κατοίκων επαρχία της που απλά μένει να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα, έπειτα από το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949.
Η πρόεδρος της Ονδούρας, η Σιομάρα Κάστρο, έκανε τον περασμένο μήνα πενθήμερη επίσημη επίσκεψη στην Κίνα, στο πλαίσιο της οποίας συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.
Η Ονδούρα είναι η πέμπτη χώρα της κεντρικής Αμερικής που πήρε την απόφαση να διακόψει τις σχέσεις με την Ταϊπέι και να συνάψει σχέσεις με το Πεκίνο από το 2007.
Πλέον στην περιφέρεια της κεντρικής Αμερικής μόνον η Γουατεμάλα και το Μπελίζ εξακολουθούν να αναγνωρίζουν διπλωματικά τη νήσο.