Παραφράζοντας λίγο τον στίχο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «πέντε η ώρα το απόγευμα…», θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τη θορυβώδη πτώση του πρωθυπουργού της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι, αλλάζοντας απλώς την ώρα, δεδομένου ότι η κρίσιμη ψηφοφορία επί της προτάσεως μομφής στο ισπανικό κοινοβούλιο άρχισε στις 11.00 το πρωί (τοπική ώρα).
Όπως έγινε γνωστό, λίγο αργότερα, ο ηγέτης του ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Πέδρο Σάντσεθ έγινε σήμερα πρωθυπουργός μετά την υπερψήφιση της πρότασης μομφής κατά του κεντροδεξιού Μαριάνο Ραχόι.
Υπέρ της πρότασης μομφής που κατέθεσαν οι Σοσιαλιστές ψήφισαν 180 βουλευτές, 169 τάχθηκαν κατά, ενώ ένας βουλευτής τήρησε αποχή. Ο Σάντσεθ αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα τη Δευτέρα και η κυβέρνησή του να διοριστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
Την Πέμπτη το απόγευμα οι πέντε Βάσκοι βουλευτές συνεδρίασαν στο Μπιλμπάο και αποφάσισαν να «ρίξουν» τον Ραχόι. Η Άνγκελα Μέρκελ και το Βερολίνο χάνουν έτσι έναν πολύτιμο σύμμαχο. Λύνονται όμως τα χέρια του Μακρόν στο Παρίσι, ενώ η ιταλική κρίση έρχεται να προσθέσει το βάρος της στην προοπτική αλλαγής δεδομένων στην Ε.Ε.: στον Βορρά το Βrexit το οποίο ολοκληρώνεται εντός του 2019, στον Νότο η νέα ιταλική κυβέρνηση που διακατέχεται από έντονο ευρωσκεπτικισμό και στον Νότο πάλι μια Ισπανία σε πολιτική αστάθεια και μια Καταλονία της οποίας το πρόβλημα στην κυριολεξία κοχλάζει.
Η ισπανική συνταγματική τάξη προβλέπει πως μετά την υπερψήφιση της πρότασης μομφής ο επόμενος πρωθυπουργός θα είναι ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ.
Είναι αυτός που πρέπει να αποφασίσει αν θα φθαρεί σέρνοντας το κάρο των δεσμεύσεων με τις οποίες έχει φορτωθεί σε δημοσιονομικό επίπεδο η προηγούμενη κυβέρνηση ή αν θα αποτινάξει τα βάρη μεθοδεύοντας μια εκλογική αναμέτρηση, στην οποία όμως οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του την κατάσταση που επικρατεί στην Καταλονία. Η ισπανική οικονομία μπορεί να στάθηκε στα πόδια της, αλλά ακόμη είναι εξαιρετικά ευάλωτη και διαθέτει ένα τραπεζικό σύστημα, το οποίο παλεύει να εξυγιανθεί αλλά και να εξιλεωθεί απέναντι στην κοινωνία μετά τη «φούσκα» του real estate που ήταν καταδικαστική για τα οικονομικά μεγέθη της χώρας. Η ανεργία μπορεί να σημείωσε πτώση, αλλά εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μεγάλα ποσοστά, πολύ χαμηλότερα από αυτά της Ελλάδας, αλλά πάντως τραγικά υψηλότερα από τους μέσους όρους που επικρατούν στην Ε.Ε.