Η κυβέρνηση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν κατέστειλε πιο επιθετικά τους διαφωνούντες και τους πολιτικούς αντιπάλους της, ενόψει των τουρκικών εκλογών, επιβάλλοντας λογοκρισία και φυλακίσεις, ανέφερε σήμερα η οργάνωση Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (HRW).
Οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές πρόκειται να διεξαχθούν στην Τουρκία όχι αργότερα από τα μέσα Ιουνίου, όμως ο Ερντογάν έχει δηλώσει πως μπορεί να πραγματοποιηθούν συντομότερα. Δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το ισλαμιστικών καταβολών κόμμα του, το AKP, μπορεί να χάσει την εξουσία, την οποία κατέχει εδώ και 20 χρόνια.
Στην ετήσια Παγκόσμια Έκθεσή της, η οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρει πως οι τουρκικές αρχές χρησιμοποιούν τη λογοκρισία στο Ίντερνετ και νόμους περί παραπληροφόρησης για να φιμώσουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, την αντιπολίτευση και διαφωνούντες.
«Η κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει άκρως καταχρηστικούς ελιγμούς εναντίον της πολιτικής αντιπολίτευσης, έχει επιβάλει καθολικές απαγορεύσεις στις δημόσιες διαμαρτυρίες και έχει φυλακίσει και καταδικάσει υπερασπιστές ανθρώπινων δικαιωμάτων και θεωρούμενους επικριτές μέσω δικαστηρίων που ενεργούν βάσει πολιτικών εντολών», αναφέρει στην έκθεση ο Χιού Ουίλιαμσον, διευθυντής του Παρατηρηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
Στην Παγκόσμια Έκθεσή του, το HRW αναφέρει πως «όταν συντασσόταν η έκθεση αυτή, τουλάχιστον 65 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία ήταν προφυλακισμένοι ή εξέτιαν ποινές φυλάκισης για αδικήματα τρομοκρατίας εξαιτίας της δημοσιογραφικής δουλειάς τους ή της σχέσης τους με μέσα ενημέρωσης».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το Τουρκικό Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (RTUK) «επέβαλλε τακτικά αυθαίρετα πρόστιμα και προσωρινές αναστολές της λειτουργίας των λίγων τηλεοπτικών σταθμών που επικρίνουν την κυβέρνηση».
Το HRW αναφέρεται επίσης στην καταδίκη του υπερασπιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων Οσμάν Καβαλά σε ισόβια με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής της κυβέρνησης, καθώς και στη χρήση από τις τουρκικές αρχές κατηγοριών για τρομοκρατία και δυσφήμηση σε βάρος άλλων υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως η επικεφαλής του τουρκικού Ιατρικού Συλλόγου Σεμπνέμ Κορούν Φιντζαντζί.