Είναι οι ιστορίες από την εμπόλεμη ζώνη που δε μεταδόθηκαν ποτέ. Οι εικόνες που περιγράφουν την πραγματικότητα και οι προσωπικές ιστορίες που δε μάθαμε ποτέ.

Ο Πατέρας Τιμόθεος, περνούσε την αλυσίδα στην καγκελόπορτα του Ιερού Ναού Τσβόλι στο Σενάκι. Ο Διάκονος Γκεόργκι, ένας 19χρονος Γεωργιανός που οι γονείς του ήρθαν πρόσφυγες από την Αμπχαζία, πριν δώδεκα χρόνια, κοιτούσε με αγωνία τον πρεσβύτερο σε εκκλησιαστικό βαθμό και ηλικία, Γέροντα καθώς μάζευε τα ιερά εικονίσματα της εκκλησίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το Σενάκι, μια πόλη στα σύνορα με την Αμπχαζία στην κοιλάδα του Ποντόρι, είχε εξήντα χιλιάδες κατοίκους. Όμως το μεσημέρι εκείνης της Τρίτης του πολέμου, το Σενάκι είχε βομβαρδιστεί ανηλεώς. Έντρομοι οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν… τρέχοντας. Ήταν πια…. μια πόλη φάντασμα. Μπήκα στην πόλη αργά. Πιο πριν οι πολιτοφύλακες φώναζαν στο Λέβαν τον οδηγό μας, «Οκιουπέτσια,Οκιουπέτσια. Ρούσκι. Ρούσκι.»

Σαράντα πέντε χιλιόμετρα μέσα στη Γεωργία, θα έπεφτα πάνω στο πρώτο κύμα της Ρωσικής εισβολής. Δεν ήμουν προετοιμασμένος. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Λέβαν πάτησε το γκάζι. Βγαίναμε από το Σενάκι για να συναντήσουμε  τη Ρωσική «κολώνα» (φάλαγγα). Γεωργιανοί στρατιώτες έβγαιναν ξαφνικά στο δρόμο από το δάσος δίπλα στην πόλη. Πυροβολούσαν με τα καλάσνικοφ για να επιτάξουν τα τελευταία πολιτικά αυτοκίνητα που εγκατέλειπαν την περιοχή. Ήταν μεσημέρι, όμως οι οδηγοί στο αντίθετο ρεύμα, «έπαιζαν» τα φώτα στον Λέβαν να γυρίσει πίσω. Στην αντίθετη κατεύθυνση, προς την ασφάλεια της Τιφλίδας. Ήμασταν το μοναδικό αυτοκίνητο προς τους Ρώσους. Στο μυαλό μου είχα ακόμα την εικόνα από τα σώματα των δύο Γεωργιανών δημοσιογράφων, που μόλις την προηγούμενη ημέρα, στη προσπάθειά τους να πλησιάσουν τους Ρώσους στο Τσχινβάλι, στη Νότια Οσετία, δέχθηκαν καταιγισμό πυρών και η αναγνώρισή τους έγινε από τα ματωμένα διαβατήρια που κουβαλούσαν.

Πέσαμε πάνω στους… εισβολείς. Στη φάλαγγα της 58ης στρατιάς του Καυκάσου. Φώναξα στον Βασίλη Βαφείδη, τον εικονολήπτη, να στήσει την κάμερα για να έχω από πίσω τους εισβολείς που είχαν αποδείξει ότι στον πόλεμο δεν παίζουν. Όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία αγνοούσαν το γεγονός ότι οι Ρώσοι είχαν μπει 45 χιλιόμετρα μέσα στη Γεωργία.

Η προετοιμασία για τη λήψη τους αναστάτωσε. Ο εικονολήπτης Νίκος Καραπαναγιώτης, ομογενής από την Τιφλίδα, γνωρίζει τη ρωσική γλώσσα. Τους πλησιάζει. Τον ακολουθώ κρατώντας μια ελληνική σημαία. Πριν τη λήψη πρέπει να τους πείσουμε να χαμηλώσουν τα καλάσνικοφ. «Μπορώ να περάσω;». Ρωτάει έναν Ρώσο Λοχαγό. «Δεν ξέρω», απαντάει ο στρατιωτικός που έχει το νου του στον ασύρματο. «Μπορούμε να σας κινηματογραφήσουμε …», ξαναρωτάει ο Νίκος με περισσότερο θάρρος. Καμία αντίδραση.

Ξεκινάμε. Η κάμερα καταγράφει την εικόνα των Ρώσων στρατιωτών πάνω στα άρματα μάχης. Ξαπλωμένοι. Όμως με το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Η φάλαγγα κινείται. Η συνάντηση αποκτά νόημα. Και για εμάς που αποδεικνύουμε ότι οι Ρώσοι είναι μέσα στη Γεωργία, αλλά και για αυτούς που αποφασίζουν να εκμεταλλευθούν την παρουσία της κάμερας για να δείξουν ότι η «Αρκούδα» έχει ξυπνήσει για τα καλά.

Οι περισσότεροι ποζάρουν με τη γροθιά σηκωμένη. Νικητές. Από τα παράθυρα των οχημάτων της φάλαγγας ακούμε κάποιους να φωνάζουν «θάνατος στους προδότες Γεωργιανούς». Η επιχείρηση μετατρέπεται με τη βοήθεια του τηλεοπτικού φακού, σε παρέλαση. Λίγο πιο πίσω, ο οδηγός μας, ο Λέβαν δακρύζει. Ξέρει ότι οι Ρώσοι δεν θα φύγουν εύκολα από τη πατρίδα του. Θα μείνουν εκεί.

Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Δεν υπάρχει άλλο οδικό δίκτυο από τη Δυτική Γεωργία προς την Τιφλίδα. Μόνο ένα. Και αυτό περνάει από τη πόλη του Θανάτου. Τη γενέτειρα του Ιωσήφ Στάλιν. Το Γκόρι. 

Εκατό χιλιόμετρα πριν το Γκόρι, η αστυνομία απαγορεύει τη διέλευση των οχημάτων. «Οι Ρώσοι είναι μπροστά», φωνάζει ένας Γεωργιανός αστυνομικός. «Όχι», του απαντάω στα Αγγλικά. «Είναι πίσω. Στο Σενάκι. Δεν μπορεί να είναι και μπροστά».

Ένα λευκό LADA του 1982, διερχόμενο από τον αποκλεισμένο δρόμο, διακόπτει το διάλογό μας απότομα. Σταματάει λίγα μέτρα πριν από το περιπολικό του αστυνομικού. Τα λάστιχά του σφυρίζουν από το απότομο φρενάρισμα. Ασθμαίνοντας ο οδηγός, βγάζει το κεφάλι του από το παράθυρο.  «Οι Ρώσοι είναι μπροστά. Πυροβολούν τους δικούς μας. Πριν από λίγο σταμάτησαν ένα φορτηγό  που μετέφερε γυναίκες και το πήραν μέσα, προς την Οσετία».

Ο αστυνομικός τρέχει στον ασύρματο του περιπολικού. Εμείς εκμεταλλευόμαστε τη μία και μοναδική ευκαιρία να περάσουμε. Ο Λέβαν αυξάνει ταχύτητα. Ο δρόμος άδειος. Ξεφυσάμε με ανακούφιση. Περάσαμε. Πάμε να στείλουμε το τηλεοπτικό υλικό στην Αθήνα. Παγώνουμε. Συνειδητοποιούμε ότι το σκοτάδι πλησιάζει. Και εμείς έχουμε να διατρέξουμε εκατό χιλιόμετρα ανάμεσα σε Ρώσους και Γεωργιανούς στρατιώτες. Μέχρι το Γκόρι.

Μέσα στο αυτοκίνητο σιγή. Κοιτάμε από τα παράθυρα το δρόμο. Μόνοι μας στην εθνική οδό που ενώνει τη Δυτική με την Κεντρική Γεωργία και την Νότια Οσετία. Ένα φλεγόμενο άρμα στα δεξιά, παραδομένο στις φλόγες, θυμίζει εικόνα από ταινία  του Κουστουρίτσα. Μπαίνουμε στο Γκόρι. Είχα ειδοποιηθεί από νωρίς, ότι όλοι οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι, από όλο τον κόσμο, έχουν εγκαταλείψει το Γκόρι με εντολή της Γεωργιανής Αστυνομίας που εκκένωσε την πόλη. Μπαίνουμε στο προάστιο του Γκόρι, Σβενέτι. Δεν υπάρχει φως. Το ρεύμα έχει διακοπεί. Ξαφνικά βλέπουμε φιγούρες μέσα στο σκοτάδι. Μοιάζουν με φαντάσματα. Δεν είναι οπλισμένοι. Δεν φορούν στολές. Είναι πολίτες.

Βγαίνουμε έξω από το αυτοκίνητο. Ανοίγει η κάμερα. Μέσα στο σκοτάδι ,περίπου είκοσι ηλικιωμένοι, σε μισογκρεμισμένα σπίτια, αναζητούν τροφή και νερό.

Η κυρία Πελαγία, 78 χρονών, σκέπασε τον άνδρα της μ’ ένα σεντόνι αφού πρώτα σήκωσε όσες πέτρες μπορούσε από το σώμα του. Δεν έφυγε από δίπλα του. Είναι νεκρός για περισσότερο από πέντε ώρες. Μένει εκεί. Με ψυχραιμία αξιοθαύμαστη. Στέκεται μόνη στο σπίτι. Δεν κλαίει. Περιμένει.

Ο Ζάρου, 69 χρονών, κτηνοτρόφος, έζησε και τον πόλεμο με την Αμπχαζία. Έμαθε να τρώει μόνο φρούτα και λαχανικά. Ο γιος του δουλεύει στη Μόσχα. Μόνος, περιμένει λέει μια σφαίρα με το όνομά του. Ένα αγοράκι, όχι μεγαλύτερο των πέντε ετών, κοιτάζει την κάμερα τρομαγμένο. Κάθε φορά που προσπαθούμε να το απαθανατίσουμε κρύβεται πίσω από τη γιαγιά του. Έχει υποστεί σοκ από τους βομβαρδισμούς. Είναι όμως ζωντανό.

Η κυρία Σάντρα, με κινητικές δυσκολίες, μένει στο σπίτι γιατί τα πόδια της δεν αντέχουν. Και άλλες είκοσι ψυχές. Παγιδευμένες στην εμπόλεμη ζώνη. Ογδόντα χιλιόμετρα από την Τιφλίδα. Σαράντα χιλιόμετρα από το Τσχινβάλι. Τα φαντάσματα του Σβενέτι. Άνθρωποι που και για τις δύο πλευρές θα έπρεπε να είναι νεκροί. Αφού ζουν στην περιοχή που βομβαρδίζεται σκληρά. Όμως είναι ζωντανοί και περιμένουν.

Η επιστροφή στην Τιφλίδα ήταν συγκλονιστική. Κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν πρέπει να έχει συμβεί ξανά στη νεότερη ιστορία, σύγχρονος και καλά εξοπλισμένος στρατός να καταρρέει τόσο απόλυτα. Μαζική υποχώρηση- φυγή. Σαν τους εκδρομείς του 15Αυγουστου που συνωστίζονται στις εισόδους της Αθήνας στην επιστροφή. Με ηθικό τσακισμένο και απαξίωση για τον πρόεδρό τους Μιχαήλ Σαακασβίλι. «Ακόμα να τον πιάσουν οι Ρώσοι τον Μιχαλάκη…», έλεγε ένας αξιωματικός του Γεωργιανού Στρατού, όπως μου μετέφερε ο συνάδελφος Νίκος Καραπαναγιώτης. «Δεν μας έδωσε εντολή, ούτε να αμυνθούμε, ούτε να φύγουμε», έλεγε ένας άλλος στρατιώτης.

Στην Τιφλίδα τα φώτα, στόλιζαν την πόλη σαν να βρίσκεται στο λήθαργο της ειρήνης. Αμέριμνοι οι Γεωργιανοί χάζευαν τη συγκέντρωση στην πλατεία του κοινοβουλίου, με τον πρόεδρο Σαακασβίλι, να υπόσχεται νίκη στο τέλος.

Την ίδια ώρα 80 χιλιόμετρα δυτικά, τα φαντάσματα του Σβενέτι και του Γκόρι έψαχναν τρόπο να επιβιώσουν μέσα στο σκοτάδι…

Ήταν η πρώτη ημέρα των Ρώσων μέσα σε Γεωργιανό έδαφος. Τρίτη 12 Αυγούστου του 2008. Η ανατολή του νέου ψυχρού πολέμου. Με το ίδιο πρόσωπο. Με θύματα αμάχους. Και από τις δύο πλευρές.

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης