Το πιο πολύνεκρο δυστύχημα στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας σημειώθηκε στις 27 Μαρτίου του 1977 στην Τενερίφη της Ισπανίας, όταν δύο γιγαντιαία Μπόινγκ 747 συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια της τροχοδρόμησης, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 583 άνθρωποι. Η αεροπορική τραγωδία της Τενερίφης, που συντάραξε τον κόσμο, ήταν στην ουσία ένα τροχαίο δυστύχημα.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 13.15 το μεσημέρι της 27ης Μαρτίου 1977, με την έκρηξη μιας βόμβας στο αεροδρόμιο του Γκραν Κανάριας, του μεγαλύτερου νησιού του συμπλέγματος των Καναρίων Νήσων, που βρίσκονται στα ανοιχτά της βορειοδυτικής Αφρικής, ανήκουν στην Ισπανία και αποτελούν δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Την είχαν τοποθετήσει μέλη της αυτονομιστικής οργάνωσης «Ένοπλες Ομάδες των (ιθαγενών) Γουάντσε» (Fuerzas Armadas Guanches) και η έκρηξη προκάλεσε τον τραυματισμό ενός ατόμου.
Οι Αρχές διέκοψαν αμέσως τη λειτουργία του αεροδρομίου και διοχέτευσαν την εναέρια κυκλοφορία στο αεροδρόμιο «Λος Ροντέος» του γειτονικού νησιού της Τενερίφης. Σύντομα, παρατηρήθηκε το αδιαχώρητο από τα σταθμευμένα αεροπλάνα, προκαλώντας «πονοκέφαλο» στον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μία μεγάλης έκτασης πυκνή ομίχλη κάλυψε κάθε σπιθαμή του αερολιμένα.
Ανάμεσα στα πολλά παρκαρισμένα αεροπλάνα ήταν και τα δύο μοιραία Μπόινγκ 747. Το ένα ανήκε στην αμερικανική εταιρεία Pan-Am (δεν υπάρχει σήμερα) και εκτελούσε την πτήση 1736 «Λος Άντζελες – Νέα Υόρκη – Γκραν Κανάρια» με 380 επιβάτες και 16μελές πλήρωμα, ενώ το άλλο στην ολλανδική KLM. Εκτελούσε την πτήση 4085 «Άμστερνταμ – Γκραν Κανάρια» με 234 επιβάτες και 14μελές πλήρωμα.
Όταν γύρω στις 17.00 άνοιξε το αεροδρόμιο της Γκραν Κανάρια, ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου της Τενερίφης άρχισε να δίνει εντολές για τη σταδιακή αναχώρηση των αεροσκαφών. Η ομίχλη, όμως, παρέμεινε πυκνή και η ορατότητα στον διάδρομο αρκετά χαμηλή. Ελλείψει επίγειου ραντάρ, η επικοινωνία μεταξύ πύργου ελέγχου και αεροσκαφών γινόταν διά ασυρμάτου. Μία σειρά παρανοήσεων έφερε τα δύο Μπόινγκ αντιμέτωπα στον διάδρομο απογείωσης.
Το αεροσκάφος της KLM άρχισε να τροχοδρομεί και να ανεβάζει ταχύτητα, προκειμένου να απογειωθεί. O πιλότος του αεροπλάνου της Pan-Am, που ήταν σταματημένο μέσα στον διάδρομο, προσπάθησε να το μετακινήσει, αλλά ήταν αργά. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν με σφοδρότητα κι έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Από το Μπόινγκ της KLM δεν υπήρξε κάποιος επιζών, ενώ από το αμερικανικό αεροσκάφος σκοτώθηκαν 258 από τους επιβαίνοντες, 61 τραυματίστηκαν και μόλις 61 διασώθηκαν. Για πολλές μέρες το πολύνεκρο δυστύχημα της Τενερίφης απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του κόσμου και ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης στην αεροπορική κοινότητα για πολλούς μήνες.
Τις έρευνες για τη διαλεύκανση του δυστυχήματος ανέλαβε η Ισπανική Πολιτική Αεροπορία, με τη συνδρομή Αμερικανών και Ολλανδών εμπειρογνωμόνων. Η πολύμηνη έρευνα έδειξε ότι ο πιλότος του Μπόινγκ της KLM απογειώθηκε χωρίς την έγκριση του πύργου ελέγχου, παρανοώντας τις εντολές του.
Στην αρχή οι Oλλανδοί εμπειρογνώμονες προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο στον πύργο ελέγχου, αλλά στο τέλος η KLM ανέλαβε ολοκληρωτικά την ευθύνη και αποζημίωσε τους συγγενείς των θυμάτων.
Η αεροπορική τραγωδία της Τενερίφης είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη μιας σειράς μέτρων από τον ICAO για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον. Τα πιο σημαντικά ήταν η καθιέρωση τυποποιημένης φρασεολογίας μεταξύ πύργου ελέγχου και κυβερνήτη του αεροσκάφους, ώστε να αποφεύγονται οι όποιες παρανοήσεις και η άμβλυνση της παντοκρατορίας του κυβερνήτη στο αεροσκάφος.
Τα μέλη του πληρώματος ενθαρρύνονται να εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους προς τον κυβερνήτη, όσον αφορά σε θέματα ασφάλειας της πτήσης, και αυτός οφείλει να παίρνει τις όποιες αποφάσεις, αφού λάβει υπ’ όψιν του τις παρατηρήσεις των υφισταμένων του.
Πηγή: sansimera.gr