Οι θάνατοι τριπλασιάστηκαν τις τελευταίες 15 ημέρες στη Γουάγιας και την πρωτεύουσά της Γουαγιακίλ, με πάνω από 6.700 νεκρούς εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης που πυροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού σε αυτή την επαρχία του Ισημερινού, ενημέρωσε αξιωματούχος.

Πριν από την πανδημία, το πρώτο κρούσμα της οποίας εντοπίστηκε την 29η Φεβρουαρίου, στην επαρχία Γουάγιας, στις ακτές του Ισημερινού στον Ειρηνικό Ωκεανό (νοτιοδυτικά), καταγράφονταν κατά μέσον όρο 2.000 θάνατοι τον μήνα.

Όμως «κατά τη διάρκεια 15 ημερών τον Απρίλιο, είχαμε 6.703 θανάτους», είπε χθες Πέμπτη ο Χόρχε Γουάτεδ, που έχει επιφορτιστεί από την κυβέρνηση να διαχειριστεί την κρίση στην επαρχία.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μέσω βιντεοδιάσκεψης ο Γουάτεδ τόνισε πως ανάμεσα στους νεκρούς είναι θύματα του νέου κορωνοϊού, ύποπτα κρούσματα μόλυνσης καθώς και θάνατοι που οφείλονταν σε άλλα αίτια, όπως χρόνιες παθήσεις. Δεν έδωσε πιο συγκεκριμένους αριθμούς ή ποσοστά.

Στη Γουάγιας εντοπίζεται σχεδόν το 70% των 8.200 και πλέον επισήμως επιβεβαιωμένων κρουσμάτων του SARS-CoV-2 στον Ισημερινό. Ο απολογισμός που δίνει η κυβέρνηση κάνει λόγο για 403 νεκρούς.

Από το σύνολο αυτό, τα 4.353 κρούσματα έχουν επιβεβαιωθεί στη Γουαγιακίλ, επίκεντρο της πανδημίας στη χώρα και μια από τις πόλεις που έχουν υποστεί τα πιο βαριά πλήγματα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

Ελλείψει ιατρικής φροντίδας στα νοσοκομεία, που έχουν ξεχειλίσει από ασθενείς και πτώματα, πολλοί πεθαίνουν όχι μόνο από την COVID-19, αλλά και από ιάσιμες ασθένειες σε αυτό το λιμάνι των 2,7 εκατομμυρίων κατοίκων.

Η απαγόρευση κυκλοφορίας για 15 ώρες την ημέρα που έχει επιβληθεί για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού εξάλλου προκάλεσε μεγάλες καθυστερήσεις στη δουλειά των γραφείων κηδειών, οι δυνατότητες των οποίων έχουν ξεπεραστεί, ενώ οι εργαζόμενοι σε αυτά συχνά αρνούνται να πάνε να παραλάβουν θανόντες από σπίτια, λόγω του φόβου πως θα μολυνθούν.

Μέσα στις τρεις τελευταίες εβδομάδες, περίπου 1.400 πτώματα παραλήφθηκαν από τα σπίτια τους και από νοσοκομεία από την ειδική μεικτή ομάδα της αστυνομίας και του στρατού που ανέπτυξε η κυβέρνηση, προκειμένου να γίνει η ταφή τους.

«Μένουν περίπου 700 που ελπίζουμε ότι θα ταφούν μεταξύ αυτής της εβδομάδας και της επόμενης», πρόσθεσε ο Γουάτεδ.